Κεφάλαιο 21

1.1K 179 11
                                    

Άνοιξε αργά τα μάτια της. Το σκοτάδι διαδέχτηκε το ημίφως των κεριών. Ένιωθε ένα πόνο σε όλο το κορμί της. Γευόταν την μεταλλική γεύση του αίματος. Γύρισε το κεφάλι της με δυσκολία προς το τραπέζι. Μία ψιλόλιγνη γυναίκα έγραφε κάτι πάνω σε ένα βιβλίο. Της πήρε αρκετή ώρα για να παρατηρήσει ότι δεν ήταν η Σκύλλα αλλά κάποια άλλη. Πίεσε τα μάτια της να προσαρμοστούν στο έντονο φως που κάλυπτε το πρόσωπο της. Ξανθές μπούκλες έπεφτα στην μέση της και μπλέκονταν με τα πούπουλα του φορέματος της. Γύρισε το κεφάλι της προς εκείνη. "Ξύπνησες επιτέλους, δεν έχει πλάκα όταν δεν έχεις τις αισθήσεις σου". Η φωνή ήταν τόσο γνωστή αλλά και άγνωστη ταυτόχρονα, σαν να προερχόταν από κάποιο όνειρο πολύ παλιό. Παρατήρησε τα καστανά μάτια της, τα κακοβαμμένα μάτια της, τα καστανά χείλη της. Της χαμογέλασε ύπουλα. "Τι δεν με αναγνωρίζεις;" είπε και άρχισε να γελάει. Ένα γέλια που θύμιζε νύχια σε μαυροπίνακα. Μα το είχε ξανακούσει αυτό το γέλιο. Γούρλωσε τα μάτια της. "Εσύ" ψέλλισε. "Εγώ" χαχάνισε.

"Άτη, βρήκα κληματίδα! Είχα τελικά στην αποθήκη" η Σκύλλα εμφανίστηκε από μία πόρτα που δεν υπήρχε πριν. "Α ξύπνησε" αναφώνησε "σε θυμήθηκε ή όχι ακόμα;". Πλησίασε το τραπέζι και άρχισε να ψιλοκόβει το βότανο. Μιλούσαν τόσο άνετα ή μία στην άλλη, σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Υπήρχε όμως και μια άλλη οικειότητα στον τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους, μιας οικειότητα που θα έκανε την Κάθριν σε μια άλλη περίπτωση να γυρίσει το κεφάλι της γιατί θα ένιωθε ότι βρίσκεται σε μια προσωπική στιγμή. "Όχι ακόμα, αλλά κοντεύει" συνέχισε να χαχανίζει. "Αποκλείεται" ψέλλισε η Κάθριν. "Μα δεν μου πάει το αδύνατο αυτό σωματάκι; Σε αυτό το παχουλό σώμα ένιωθα ότι πνίγομαι" στα λόγια της Άτης, η Σκύλλα άρχισε να γελάει. "Μα πως είναι δυνατόν να είσαι εσύ;" είχε μπερδευτεί "πως γίνεται να είσαι η κα Μπιμπλ;".

Ποτέ δεν είχε ακούσει το μικρό της όνομα. Όλοι την φώναζαν κα Μπιμπλ και ποτέ δεν άκουσε τον άντρα της να της απευθύνει το λόγο πέρα από το 'ναι αγάπη μου'. Αυτή η γυναίκα μπροστά της δεν έμοιαζε με τίποτα με την γυναίκα που ήξερε. Ήταν ψιλή, αδύνατη, με δύο αρκετά εκφραστικά μάτια και ένα χαμόγελο που σε αιχμαλωτίζει. Η κα Μπιμπλ ήταν κοντή, αρκετά παχουλή και όσο ήσουν κοντά της ένιωθες μια ζεστασιά. Αντίθετα δίπλα σε αυτήν την γυναίκα ένιωθες μια ψύχρα. "Μα πως δεν μπορούσα να δω την αύρα σου;" της ξέφυγε και αμέσως μετάνιωσε που το είπε. Δεν έπρεπε να δώσει τόσο εύκολα το μυστικό της. "Είμαι καλή στο να ελέγχω τον εαυτό μου" την πλησίασε "μαύρη μαγεία ονομάζεται αυτό". Έσκυψε και η ανάσα της έμπαινε με την βία στα ρουθούνια της Κάθριν. "Και θα μάθεις σε λίγο πόσο καλή είμαι σε αυτό" ψυθίρισε. Απομακρύνθηκε αμέσως.

Η Κάθριν την κοίταζε αποσβωλομένη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έδωσε τόση εμπιστοσύνη σε αυτήν την γυναίκα. "Έχει μείνει το μικρό" γέλασε η Σκύλλα. Η Άτη την πλησίασε και ένωσε τα χείλη της με τα δικά της. "Αχ πόσο μου έλειψες" της είπε. "Και εμένα αλλά έχουμε αρκετά να κάνουμε ακόμα" της έκλεισε το μάτι. Έφτασε μπροστά από την Κάθριν. Το μαχαίρι που θυμόταν ασημένιο πλέον ήταν γεμάτο κόκκινους λεκέδες. Ήξερε από τι ήταν. Ήταν το αίμα της και τώρα έμπαινε μέσα στο δέρμα της αναζητώντας κι άλλο. Κρατήθηκε, δεν φώναξε. "Μα πως" ψέλλισε αφήνοντας το μίσος της να την κατακλύσει. Αμέσως, όμως, μετάνιωσε την ερώτηση και έκανε μια άλλη πια δυνατά. "Τι θέλετε από μένα;" φώναξε. "Θα δεις αμέσως" απάντησε η Σκύλλα. Γύρισε την προσοχή της ξανά στα βότανα που ψιλόκοβε.

Τότε η πόρτα έφυγε από την θέση της και με έναν γδούπο βρέθηκε στο πάτωμα. Στο άνοιγμα φάνηκαν δύο φιγούρες. "Κάθι" φώναξε η μία φίγουρα. "Λούσιους" ψέλλισε η Κάθριν. Ήρθαν να την σώσουν. Μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα της. Οι δύο γυναίκες γύρισαν και τους κοίταξαν. Δεν φάνηκαν έκπληκτες που τους έβλεπαν εδώ. "Καλώς ήρθατε στο πάρτι" είναι η Άτη και σήκωσε το χέρι της προς τα πάνω.

Χέρια απλώθηκαν προς το μέρος τους και τους άρπαξαν κολλόντας τους στον τοίχο. "Δεν το σκεφτήκαμε αρκετά καλά αυτό" ξεφύσηξε ο Τζούλιους κοιτώτας τον αδερφό του που πάλευε με τα χέρια. "Άτη σταμάτα άφησε την ήσυχη, εμάς θέλεις" φώναξε ο Λούσιους. "Πολύ μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου;" απάντησε εκείνη. Φαινόταν ότι το διασκέδαζε.

"Ρώτησες γιατί σε θέλουμε έτσι;" γύρισε και κοίταξε την Κάθριν, η οποία βαριανάσαινε. "Είσαι σίγουρη ότι θες να μάθεις; Θα χάσεις πάσα ιδέα για τους αγαπητούς σου Κάρσκεϊλ" το χαμόγελο της είχε κάτι το διαβολίκο, της θύμιζε τον διάβολο που της έλεγε συνεχώς η μητέρα της. "Άτη σταμάτα όλο αυτό" φώναξε ο Τζούλιους. "Ποιο; Χρειάζεται να ξέρει, δεν χρειάζεται;". Γύρισε ξανά προς την Κάθριν. Εκείνη δεν σταμάτησε να κοιτάει τα δύο αδέρφια. Ο Λούσιους πάλευε να ελευθερωθεί και ο Τζούλιους απέφευγε με κάθε κόστος το βλέμμα της. "Θέλω να μάθω" μάζεψε όλο το θάρρος της. Άμα ήταν να πεθάνει με τον πιο υποτιμητικό τρόπο ας μάθει καλύτερα το γιατί. Ακόμα και αν η αλήθεια πονάει. Δεν ήξερε όμως άμα έπαιζαν με το μυαλό της ή όντως εννοούσαν αυτά που έλεγαν. Κάτι στον τρόπο που απέφευγε ο Τζούλιους το βλέμμα της την έκανε να πιστεύει ότι είχαν μια βάση αυτά που έλεγε η Άτη. "Λοιπόν" άρχισε η Άτη.

----------

Ναι καινούργιο κεφάλαιο μέσα στην ίδια μέρα για τον μόνο λόγο ότι η ιστορία έφτασε στο #7 στην Φαντασία και είμαι στο γραφείο και προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. 

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Ευχαριστώ πάρα πολύ και κλαίω λίγο <3 <3 <3

Η Πεντάμορφη και τα ΤέραταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora