Η πόρτα άνοιξε καθώς η Χαρ πήγε να φύγει. Η Κάθριν μαζεύτηκε πίσω από την πόρτα για να μην φανεί, η πόρτα όμως έμεινε μισάνοιχτη. Η Χαρ άλλαξε γνώμη και δεν έφυγε. Ησυχία απλώθηκε.Η Κάθριν πλησίασε το άνοιγμα. Τα μάτια της γούρλωσαν βλέποντας την Χαρ να έχει εγκλωβίσει τον Τζούλιους μεταξύ του κορμιού της και του γραφείου. Τα χέρια του ακουμπούσαν πάνω στο γραφείο. Η Χαρ άνοιγε ένα ένα τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Τα χείλια τους ήταν συνδεδεμένα. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Το στομάχι της δέθηκε κόμπο. Μια ανακατωσούρα απειλούσε να ανέβει. Όλα γύρω της γύριζαν. Παραπάτησε προς τα πίσω και για κακή της τύχη έπεσε πάνω σε έναν από τους υπηρέτες που πήγαιναν προς την κουζίνα. "Προσέχετε δεσποινίς" είπε. Εκείνη τον κοίταξε τρομαγμένη, ενώ αμέσως το βλέμμα της έπεσε πάνω στα δύο άτομα που βρίσκονταν μέσα στο γραφείο και την κοιτούσαν. Η Χαρ είχε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο της. Την έκφραση του Τζούλιους δεν μπορούσε να την αποδικωποιήσει.
"Συγνώμη" ψέλλισε, πιο πολύ στον υπηρέτη παρά σε κάποιον άλλο, και άρχισε να τρέχει. "Γαμώτο" ήταν η σειρά του Τζούλιους να ψελλίσει και άρχισε να τρέχει από πίσω της. "Που πας;" αναφώνησε η Χαρ δυσαρεστημένη που την άφηνε μόνη της.
Δεν ήξερε γιατί έφυγε τρέχοντας. Δεν ήξερε γιατί την πείραξε τόσο. Δεν ήξερε πως ένιωθε. Ένα μόνο ήξερε, ότι ήθελε να φύγει από εκείνο το μέρος περισσότερο από ποτέ. Δάκρυα απειλούσαν να κυλήσουν, δεν τα άφηνε όμως, δεν θα του έκανε την χάρη. Βγήκε στον κήπο. Μπήκε στα παρτέρια με τα τριαντάφυλλα και απλά έτρεχε μέχρι να μην μπορεί να ανασάνει και έτρεξε ακόμα περισσότερο, πιέζοντας τον εαυτό της. Στην μέση των παρτεριών υπήρχε μια στρογγυλή πλατεΐτσα, αρκετά μικρή αλλά αρκετά ευρύχωρη. Κομμάτια ξύλου βαμένα άσπρα δημιουργούσαν έναν φόλο πάνω από δύο τρία παγκάκια και τραπεζάκια. Γύρω από τα κομμάτια ξύλου είχαν αναρριχηθεί μικρά τριανταφυλάκια γαλάζια και άσπρα. Τα παγκάκια δεν ήταν από ξύλο αλλά πό ένα γυαλιστερό μέταλλο το οποίο μέσα από κόμπους και στροφές κατέληγε σε καθίσματα από λευκό μάρμαρο. Τα τραπεζάκια ήταν ακριβώς το ίδιο μόνο που το μάρμαρο είχε ασημί και μπλε νερά. Έμεινε να την κοιτάζει. Δεν είχε φτάσει ποτέ εδώ και κανείς δεν την είχε φέρει.
Δεν μπορούσε πλέον να ανασάνει. Κάθε φορά που έπαιρνε μια ανάσα πόναγε όλο της το στήθος, αλλά εκείνη συνέχιζε να ρουφάει λαίμαργα αέρα. Ο πόνος την έκανε να νιώθει ζωντανή γιατί εκείνη την στιγμή μόνο ένα μούδιασμα είχε κατακλύσει το κορμί της. Μαύρα στίγματα άρχισαν να εμφανίζονται στο οπτικό της πεδίο. Κάθισε σε ένα παγκάκι με την πλάτη στο μονοπάτι από το οποίο είχε έρθει. Δεν ήθελε να δει κανέναν εκείνη την στιγμή. Δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν εκέινη την στιγμή. Τότε άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Δεν γύρισε να κοιτάξει την φιγούρα που βαριανάσαινε πίσω της. Φανταζόταν ποιος ήταν. Ήλπιζε να ήταν αυτός.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Η Πεντάμορφη και τα Τέρατα
FantastikΚάπου σε έναν κόσμο αρκετά διαφορετικό από τον δικό μας γεννήθηκε μια κοπέλα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν τον έβενο. Το δέρμα της λευκό σαν το χιόνι και τα μάτια της Γαλάζια σαν τον πάγο. Δεν ήταν όμως όπως οι άλλες. Μπορούσε να δει πράγματα που κα...