Έκατσα ώρες μπροστά από έναν καθρέπτη και αναλογίστηκα. Σκεπτόμενη συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ον. Μία μάζα ύλης. Ένας άνθρωπος.Προσπάθησα να νιώσω. Ένα αίσθημα. Κάτι που θα με ξυπνούσε, κάτι που θα με έβγαζε από την αδράνεια, κάτι που θα με κινητοποιούσε να συνέχιζα να νιώθω και να προσπαθώ. Έναν λόγο να είμαι ενδιάμεσα στο επιβιώνω και το ζω. Σκεπτόμουν. Σκεπτόμουν. Σκεπόμουν.
Αναρωτιόμουν τί έκανα λάθος. Γιατί δεν ένιωθα; Γιατί ήμουν τόσο κενή; Γιατί τόσο μονότονη; Γιατί χρωματισμένη μόνο με ένα χρώμα, με μία μόνο απόχρωση;
Απόγνωση. Απόγνωση. Απόγνωση.
Πνιγόμουν από τον ίδιο μου τον εαυτό. Περιφερόμουν δίχως λόγο και αιτία. Δεν ένιωθα. Δεν ένιωθα. Δεν ένιωθα. Ήθελα να κλάψω. Αλλά τα δάκρυα είχαν στερέψει. Έκλαιγα μέσα μου. Ήταν μόνο ο πρόσκαιρος θυμός. Ένας θυμός για τον λόγο ότι, ακόμη δεν είχα λυγίσει.
Και, αποζητούσα τόσο πολύ αυτό το λύγισμα, αυτό το τέλος της μίας περιόδου, αυτό το τελειωμό της ελπίδας στην αναζήτηση μίας νέας αρχής. Ξεκινώντας από το μηδέν, με προσδοκίες, φτάνοντας στο τέλος αποξενωμένη, διαφορετική, αλλοτριωμένη.
Με κατέστρεφα που άντεχα.
Δεν ήμουν σίγουρη πλέον τί ήταν χειρότερο. Αυτή η αυτοκαταστροφική συνήθεια, η επίφοβη ρουτίνα ή ο καιρός της μετάβασης σε νέο στάδιο;
Τότε, τον ένιωσα. Τρύπωνε στα πλευρά μου, κατέκλυζε το είναι μου, με έτρωγε. Ο φόβος. Εκείνος ο φόβος που επισκίαζε το νου μου. Που επισκίαζε κάθε λογικό συναίσθημα. Που επισκίαζε τις ανάγκες μου να νιώσω ολόκληρη, να νιώσω ότι είμαι σαν τους άλλους, ότι είμαι άνθρωπος. Τα άκρα μου και η ψυχή μου είχαν γίνει έρμαιο του. Του άνηκα, ήμουν η πιστή του ακόλουθος. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό πλέον.
Αιώνια δεσμευμένη, διχασμένη ανάμεσα στα πρέπει και στα φαίνεσθαι, ακολουθώντας τα πώς και τα γιατί, γέμισα τα κενά μου με ανασφάλειες για να νιώσω ολόκληρη και τελικά, με έχασα.
BẠN ĐANG ĐỌC
Αισθήματα
Thơ ca«Έχεις πλέον αισθήματα για εμένα ή πέταξαν κι έφυγαν;» «Δε φεύγουν τα αισθήματα, οι άνθρωποι μόνο» 2016-