Εγώ : Άρη? Ρώτησα αμήχανα
........................................................................Α : Γειά σου Μαριζάκη! Ξέρεις τι ώρα είναι? Ρώτησε θυμωμένα ενώ κοίταζε τον Άλεξ με ένα βλέμμα που πέταγε σπίθες.
Ωχ ωχ ωχ
Εγώ : Εε, ναι βρε Άρη μου το ξέρω πως είναι αργά απλά... Εε... Να... αργήσαμε λίγο! Αλλά τώρα είμαι εδώ! Είπα χαμογελώντας σαν ηλίθια προσπαθώντας να βελτιώσω την κατάσταση αλλά μπαααα
Α : Μάλιστα, και ποιος είναι αυτός? Ρώτησε κοιτώντας εξαγριωμένος τον Άλεξ
Α : Εγ-γώ είμαι ο Άλεξ, χάρηκα είπε και άπλωσε το χέρι του για χειραψία μα ο αδελφός μου ούτε που κουνήθηκε
Ποοοο... Σνομπ σαν εμένα το παιδάκι.
Πήγα προς το μέρος του Άρη και τον πάτησα με δύναμη στο πόδι με αποτέλεσμα να πηδίξει και να προσγειωθεί πιο κοντά στον Άλεξ, ο οποίος τον κοιτούσε αμήχανα.
Το καημένο είχε φοβηθεί...
Τι ειρωνεία ε? Δεν φοβάται τους εμπόρους ναρκωτικών με τα όπλα που μας σημάδευαν, αλλά έχει κλάσει μέντες με τον Άρη, που την τελευταία φορά που πήγε να σκοτώσει κατσαρίδα τον έσπρωξε και του πήρε τα λεφτά. Τρομερό?
Δώσανε τα χέρια και μετά από κάποια δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής ξερόβηξα για να τους τραβήξω την προσοχή.
Εγώ : Κάνει και ψυχρά, Άρη μου δεν πάμε μέσα? Ρώτησα
Α : Πάμε, είπε ξερά και με έπιασε από το χέρι να φύγουμε όμως τον σταμάτησα
Εγώ : Πήγαινε μέσα και σε ένα λεπτό ακριβώς θα είμαι μέσα, γύρισα και του έριξα ένα απειλητικό βλέμμα χωρίς να με βλέπει ο Άλεξ
Χωρίς να πει τίποτα έφυγε τσαντισμένος μέσα στο σπίτι. Αν και ήμουν σίγουρη πως μας κοίταγε πίσω από τις κουρτίνες. Γύρισα προς τον Άλεξ και τον κοίταξα με ένα αθώο βλέμμα.
Εγώ : Συγγνώμη για αυτό..., του είπα απολογητικά
Α : Δεν πειράζει τιγράκι, είπε χαμογελώντας στραβά και με πλησίασε πιάνοντας με από τη μέση και φέρνοντας με πιο κοντά του.
Α : Οπότε υποθέτω πως εδώ πρέπει να πούμε αντίο, είπε και μου έκανε ένα puppy face.
ΒΡΑΔΙΆΤΙΚΑ ΡΕ ΑΓΟΡΊΝΑ ΜΟΥ?
Εγώ : Ναι, του είπα και έβαλα τα χέρια μου στα μάγουλα του
Ένιωθα την κρύα μου επιδερμίδα να φλέγεται κάτω από το ζεστό του δέρμα.
YOU ARE READING
Măð Ăbøůt Yøů #2019comp
HumorΣηκωθήκαμε πάνω και πλησιάσαμε τη πόρτα της καφετέριας, όταν ο Άλεξ με έπιασε από τη μέση και με κόλλησε πάνω στα πλευρά του. Α : Δεν χρειάζεται να ζηλεύεις τιγράκι.. Εξάλλου είσαι η ομορφότερη εδώ μέσα..., είπε γλυκά ΑΠΊΣΤΕΥΤΟ ΌΛΕΣ ΤΙΣ ΚΟΊΤΑΖΕ ΤΟ...