Εκμεταλλεύτηκε την απουσία των γονιών του και κάλεσε την Τια για να περάσουν μαζί το απόγευμα.
Διάβασαν και έκαναν τις εργασίες τους μαζι καλύπτοντας ο ένας τα κενά του άλλου.
Οταν η συζήτηση έφτασε στην πρώτη μέρα στο σχολείο, δεν πρόλαβε να το εμποδίσει.
Το αγόρι κατέκλυσε το μυαλό τού.
Όρμησε σαν θύελλα και εδραιώθηκε μεσα του.
Ρώτησε διστακτικά την Τια και κείνη του αποκάλυψε το όνομα του. Τον έλεγαν Νταριον.
Πολύ αργά το βράδυ αποκοιμήθηκε ακόμη με την εικόνα του να πλημμυρίζει την σκέψη του.
Βυθίστηκε σε έναν ύπνο ανάμεσα σε όνειρά, που το τέλος του ενός ηταν πάντα η αρχή του άλλου.
Ξαφνικά βρέθηκε σε ένα μονοπάτι που οδιγουσε μέσα στο δάσος.
Δεν έβλεπε καθαρά το εαυτό τού. Άκουγε τους διαφορετικούς ήχους και ήταν μαγεμένος από αυτό που έβλεπε. Ξαφνικά ταραχή ένιωσε, όταν δύο θυελλώδη μάτια τον εκαναν να μην μπορεί να αναδυθεί απο τα βάθη τους.
Ξύπνησε κλαμένος, δεν θυμόταν το όνειρο, αλλά μόνο οτι κάτι από όλο αυτό αν και αόριστο του φαινόταν οικείο.
Το επόμενο πρωί εφόσον έφαγε ένα καλό πρωινό ξεκίνησε για το σχολείο. Με το πού τον είδε ένιωσε αμήχανα και το έβαλα στα ποδια.Αργότερα την ώρα τού μαθήματος πάλι άρχισε να τον παρατηρεί. Εκείνος ξανά κατάλαβε οτι τον κοιτούσε. Γύρισε και του χαμογελασε, εκείνη την στιγμή ακούστηκε το κουδούνι και καθώς ετοιμαζόταν να άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος του. Μπροστά του στεκόταν εκείνος.
Δεν ήξερε πόση ωρα περασε δεν τον ένοιαζε η φωνη του τον μεθουσε σε τέλεια επαφη με το άρωμα του. Προσπάθησε να βάλει τάξη στις σκέψεις του. Να πει κάτι όμως δεν ήταν σίγουρος, οτι θα μπορούσε να ανοίξει συζήτηση χωρίς να χάσει την αυτοκυριαρχία του.Η μονη λέξη πού κατάφερε να πει ένα απλο«Χάρηκα »..
YOU ARE READING
Θυσία
Teen FictionΑντιμετωπίζοντας τον φόβο και τον εαυτό του,ο Σον δίνει την μεγαλύτερη μαχη της ζωής του για να προστατεύσει οτι αγαπα περισσότερο. Ακόμα και αν πρεπει να γινουν θυσίες ώστε να τα καταφέρει.