Ήταν μία όμορφη βραδιά, ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και το φεγγάρι σχεδόν γεμάτο.
Περπατούσαν με την Μαλία στον δρόμο. Πάντα τους άρεσαν οι μακρινοί περίπατοι και ειδικά στην Φύση.
Συζητώντας για διάφορα θέματα, ταξίδεψε με το βλέμμα του τον έρημο δρόμο.
Κάπου μπροστά τους φαινόταν το περίγραμμα ενός οχήματος. Του έκανε εντύπωση που βρισκόταν κάπου τόσο ερημικά. Πλησίασαν διστακτικά.
Ξαφνικά μία φωνή μέσα του πρόσταξε να απομακρυνθεί όμως τα πόδια του ειχαν κωλιση και δεν μπορούσε να κινηθεί.
Οι βαριές αναπνοές πού ακούγονταν μεσα από το όχημα αντικαταστάθηκαν απο γέλια.
Ξαφνικά ενα πρόσωπο και δυο χερια κόλλησαν στο τζαμί.
Είχε παγώσει μην μπορώντας να πιστέψει αυτο πού έβλεπε.
Δεν ηταν εκείνος προσπαθούσε να πείσει τον εαυτο χωρίς να τα καταφέρνε.
Άκουσε το δυνατό αναστεναγμό του, ένιωθε περίεργα, από τον λήθαργο του τον έβγαλε το ειρωνικό βλεμα του αντρα στο αμάξι.
Τράβηξε πανικόβλητος την κοπελα μακριά. Τρέχοντας μπήκε στο δωμάτιο και άφησέ την Μαλλία με μια μεγάλη έκφραση απορίας χαραγμένη στο πρόσωπο.
Πήγε να κάνει ενα ζεστό ντουζ αφήνοντας τα καυτά δάκρυά του ελεύθερα να αναμετρηθούν με το ζεστό νερό. Ολοι την ώρα αναρωτιόταν ξανά και ξανά για τα συναισθήματα του απεναντι σε εκεινον.
Αρνήθηκε να πιστέψει οτι κάποιος άλλος άντρας τού προκαλούσε τέτοια ταραχή. Οτι ζήλεψε. Σύνελθε είπε στον εαυτό του.
Όμως έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση το συντομότερο διαφορετικά θα τρελαινόταν.
Στο μυαλό του ερχόταν η εικόνα του Σον απρόσκλητη περικυκλωμένος απο σκοτεινες φιγούρες.
Εκείνος τον πλησίασε σαν του ανήκε και ρίχνοντας ενα δολοφονικό βλέμμα στις φιγούρες,εκείνες ανιξαν αμεσος δρομο αναμεσα τους. Έπιασε τον Σον απο τον καρπό τον έκλεισε στήν αγκαλιά του και του ψιθύρισε στο αυτή. (Έισαι δικός μου ).
Σε αυτήν την σκέψη χαμογέλασε. Σίγουρα έχει τρελαθεί σκέφτηκε. Έκλεισε την βρύση και βγήκε απο το μπάνιο γυμνός ενώ ακόμη νερό ετρεχε απο το σώμα του στο πάτωμα. Πλησίασε την Μαλια και την φίλησε με πάθος. Την σήκωσε στα χέρια του και την οδήγησε στο κρεβάτι τους. Μόνο αυτη μπορούσε να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Γιατί μόνο εκείνη είχε στην καρδιά του.
Αργα το βραδυ βγαίνοντας απο το δωμάτιο του έπεσε πάνω του.
Έμειναν για λίγες στιγμές αμίλητοι. Γειά κατάφερε να σπασει εκεινος πρωτος την σιωπή.
Πρέπει να σου μιλήσω του είπε και του έκανε νόημα να τον ακολουθησει. Περπατούσαν στην παραλία όταν γυρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Είχε βρεθει πολλές φορές με εκείνον στην ιδια θέση ομως τώρα κάτι είχε αλλάξει. Ο Σον τον κοιτούσε με περιέργεια ενω ενα φώς παράξενα λαμπερό μέσα στα μάτια τού τον έκανε να βγάλει ενα μικρό αναστεναγμό. Ειχε παντα αδυναμία στα μάτια των ανθρώπων που μπορούσε να τα διαβάσεις με άπειρους τροπους.
Αυτα ομως τα μάτια του ειχαν φανεί γνωστά απο την πρώτη στιγμή που τα αντίκρισε. Αυτη η λάμψη τους τοσο ζεστή και διαφορετική ηταν πάντα εκεί για εκείνον μα όχι για τους υπόλοιπους, ήταν σίγουρος γι αυτό.
Λοιπόν για ποιό πράγμα ήθελες να μιλήσουμε? ο Σον ρώτησε βγάζοντας τον απο τις σκέψεις του. Και τον παρατήρησε καλύτερα.
Ηταν πραγματικά όμορφος με ενα δικό του τρόπο σκέφτηκε, τον πλησίασε αρκετά έτσι ώστε να τους χωρίζουν μόνο λίγα εκατοστά. Όλα χάθηκαν αμέσως εκτός από εκείνον,δεν πρόλαβε να δώσει την κατάλληλη οδηγία στο σώμα του πρίν αρπάξει τον Σον και τον φιλήσει πεινασμένα.Πως σάς φαίνεται.??
Θα ανεβάσω σύντομα την συνέχεια
Αν σας άρεσε πατιστε το αστεράκι.Τα λέμε
YOU ARE READING
Θυσία
Teen FictionΑντιμετωπίζοντας τον φόβο και τον εαυτό του,ο Σον δίνει την μεγαλύτερη μαχη της ζωής του για να προστατεύσει οτι αγαπα περισσότερο. Ακόμα και αν πρεπει να γινουν θυσίες ώστε να τα καταφέρει.