Νταριον. Μία άλλη οπτική γωνία.

27 9 2
                                    

Ένιωθε άβολα ξαφνικά, σαν να τον παρακολουθούν.
Γύρισε και συνάντησε το βλέμμα τού καινούριο συμμαθητή του, του να είναι καρφωμένο σε εκείνον. Χαμογέλασε καθώς τον παρατηρούσε.
Τα μάτια του δύο πράσινες λίμνες σαν αυτές πού ανέφεραν συχνά τα παραμύθια.
Του έφεραν ένα σχεδόν ξεχασμενο όνειρο στο προσκήνιο των σκέψεων του, που ωστόσο δεν θυμόταν τις λεπτομέρειες του.
Επέστρεψε σπίτι του αρκετά προβληματισμένος. Η σκέψεις του έτρεχαν στα μάτια τού Σον. Γιατί τού θύμιζε έντονα κατι? Και γιατί τον πλημμύριζαν με έντονο το συναίσθημα απο κάτι που νοσταλγεί. Και αναρωτιόταν τι να ήταν αυτό. Όσο και να προσπαθούσε του ηταν αδύνατο να θυμηθεί.

Μέχρι το βράδυ τα είχε αφήσει όλα πίσω τού.
Ετοιμάζονταν να ξαπλώσει ,οταν χτύπησε το κινητό του.
Η φωνή της κοπέλας του τον εκανε να χαμογελάσει σαν παιδί πού πήρε το δώρο του για τα Χριστούγεννα νωρίτερα.
Την έλεγαν Μαλία. Ήταν μικρότερη του ενα χρόνο, ψηλή όσο και εκείνος, με όμορφα χαρακτηριστικά που τόνιζαν ιδιαίτερα τα μάτια της στην απόχρωση τής σοκολάτας.
Είχε λίγα περιττά κιλά που όμως ηταν κατανεμημένα σωστά στο σώμα της προσθέτοντας περισσότερο θηλυκότητα.
Ηταν 2 χρονια μαζί και ηταν εκείνη που τον έκανε να ξεπεράσει την απουσία τής αδελφής του.

Πρην 3 χρόνια.Τον είχαν ενημέρωση την ώρα που ήταν σχολείο, οτι έγινε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και ηταν μεσα στα 16 ατυχή θύματα και η Σάσα η μικρότερη αδελφή του.
Ένιωθε συντετριμμένος όμως η Μαλία που μπήκε με όλη τής την θετικη ενέργεια στην ζωή τού, του θύμισε πως ηταν αρκετά μικρός για να κουβαλάει ένα τέτοιο βάρος στην ψυχή του. Πολλά άλλαξαν απο εκείνη την μέρα.

Μίλησαν αρκετά και έπειτα έπεσε για ύπνο.

Άρχισε να περπατάει σε ενα σκοτεινό και ομιχλώδες δρόμο, ένιωθε κάτι μέσα του που δεν έπρεπε να υπάρχει.
Στην απέναντι πλευρά δύο πράσινα μάτια καρφωμένα στα δικά του.
Ένα λαμπερό χαμόγελο του ζεσταινε την ψυχή.
Ήταν εκεί και του άπλωνε το χέρι.
Έτρεξε αμέσως κοντά τού νοιώθοντας φόβο.
Λες και αν εκείνος έφευγε, θα σκοτεινιάσει ο κόσμος του και θα είναι δυστυχισμένος.
Μόλις εφτασε διπλά του εκείνος τον αγκάλιαζε αλλά πρόσεξε μόνο τότε οτι αυτος που του φαινόταν πρην γνώριμος ήταν Κάπιος πού έβλεπε πρώτη φορά.
Τα μάτια τού τώρα λίγο θολά τον κοιτούσαν με απορία και το χαμόγελο του ειχε σβήσει και άφηνε απλα ένα μισάνοιχτο στόμα.
Σαν να μην έψαχναν εκείνον.
Ο άντρας έκανε δύο βήματα πίσω, τον κοίταξε θλιμμένα και άρχισε να Απομακρύνετε. ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙ!!! Φώναξε απελπισμένα..

Μια φωνή έλεγε ανήσυχα το όνομα του.
Ξύπνησε απότομα και αντίκρισε τα τρομαγμένα βλέμματα των γονιών του.
Κοίταξε από το παράθυρο και είδε οτι ήταν πρωί.
Οι ηλιαχτίδες απρόσκλητες εισέβαλαν στον χώρο του.
Τον φώτιζαν  και παίρνοντας το σκοτάδι μακριά του, έπαιρναν και το όνειρο του.
Εκείνος τις ευχαριστούσε κρυφά απο μέσα του καθώς είχε έντονα την εικόνα του ονείρου που ειχε δει.
Ξεκίνησε για το σχολείο με αρκετά καλύτερη διάθεση. Ειχε αποφασίσει να μιλήσει με τον καινούριο και ήθελε να τον γνωρίσει.

Τον ένιωσε αμέσως. Το βλέμμα του τον εξερευνούσε.
Γυρισε απότομα και του χαμογέλασε.
Εκείνος δεν πρόλαβε να αντιδράσει ομως ακούστηκε το κουδουνι και αναγκαστικε να γυρίσει το πρόσωπο του μπροστά.
Εκεινος μάζευε ρα πράγματα του οταν τον πλησίασε. Εμινε μια στιγμη να τον παρατηρεί και αμέσως μετά του συστήθηκε.
Τον άκουσε να ψελλίζει ένα απλό χάρηκα.
Προσπαθουσε να βρει ενα θέμα για να ανοίξει συζήτηση αλλά δεν του ερχόταν κάτι στο μυαλό.  Θα τα ξαναπούμε του υποσχέθηκε. Έτσι έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε χωρίς να δει το ολλο απορια και έκπληξη βλεμα του αγοριού.
Ένιωσε τελείως βλάκας. Μα γιατί?
Γιατί έχασε τα λόγια του μπροστά του?
Γιατί τον έκανε να μην μπορεί να φερθεί φυσιολογικά?
Τι είχε εκείνος και τον τάραζε τοσο που τα έχανε κοντά του?
Όλα αυτά αναρωτιόταν μόνος του στο δωμάτιο του ώς που τον πήρε ο ύπνος και το μυαλό του άδειασε από όλα.

ΘυσίαWhere stories live. Discover now