Ανησυχία για το μέλλον.

13 6 2
                                    

Άργησα να ανεβάσω το ξέρω.
Επαφίομαιστο έλεος το δικαστηρίου.
Σε αυτό το κεφάλαιο έχει και λιγάκι Νταριον.

Ελπίζω να σάς αρέσει.

Ξημέρωσε και ο Σον ξύπνησε κάπως.
Γενικα της Τελευταίες μέρες κάτι έδειχνε να τον απασχολούσε. Έκανε την καθημερινή του πρωινή ρουτίνα και έφυγε για το σχολείο σκεπτικός.
Έφτασε και κατευθύνθηκε προς την τάξη όταν το βλέμμα του συνάντησε μια μεγάλη συγκέντρωση ατόμων.
Πλησίασε γθα να δει τι συμβαίνει και έπιασε την φωνή μίας κοπέλας να ρωταει.

- Και που θα γίνει το πάρτυ Νταριον?
Νταριον: Στο σπίτι μού. Το ξέρετε είσαστε όλοι καλεσμένοι εδώ είναι οι προσκλήσεις.

Χαμογελάει ενώ απομακρύνετε.
Μα μέσα του νιώθει ένα βάρος.

Νταριον Pov.

Είχε συγκεντρώσει όλα τα άτομα, της τάξης του και τούς ανακοίνωσε για το πάρτυ.
Με την άκρη του ματιού τού είδε το Σον να τους παρακολουθεί.
Μετά την εκδρομή ένοιωθε ακόμη πιο άβολα κοντά του.
Και άς μην είχε γίνει κάτι μεταξύ τους.
Το σχολείο σε ένα μήνα και κάτι θα έκλεινε οπότε όλα θα γύριζαν στην φυσιολογική τούς κατάσταση.
Μέχρι τότε θα κρατούσε αποστάσεις.
Ένιωθε άσχημα που δεν θα τον καλούσε στο πάρτυ του.
Εκείνος περισσότερο από όλους ήθελε να είναι εκεί μαζί του.
Άρχισε να μοιράζει τις προσκλήσεις.
Και χτύπησε το κουδούνι.

End of Νταριον Pov.

Έφτασε στην τάξη του και κάθησε δίπλα στο παράθυρο όπως πάντα.
Η Τια ήρθε μετά από λίγο και τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Άρχισαν να συζητούν για διάφορα.
Χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά έμπαιναν στην αίθουσα.
Ο Νταριον πλησίασε και ζήτησε απο την Τια να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
Απομακρύνθηκαν και ο Σον έμεινε ξανά μόνος.
Έξω άρχισε να βρέχει και το βλέμμα του πλανιέται στον μελανό ουρανό. Ευχόταν να ήταν σύννεφο και εκείνος, ώστε να πατάξει ελεύθερα μακριά από ότι τον δυσκολεύει.

Δεν έδωσε σημασία στην Τια πού προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή.
Εκκινεί την στιγμή ήθελε να τρέξει έξω να γίνει ένα με την βροχή. Στα αφτιά του έφταναν φωνές απο όλους στην αίθουσα, όμως για εκείνον ήταν σαν από μακριά, ψίθυροι που τον ενοχλούν και τον κάνουν να δυσανασχετεί.
Η φωνή του καθηγητή που ήταν θυμωμένη μιας και δεν του έδειχνε σημασία όσο του φώναζε.
Σαν από λήθαργο ξύπνησε και ένιωθε κάτι να τον πνίγει.
Χωρίς προειδοποίηση άρπαξε τα πράγματα του και έφυγε γρήγορα μακριά.
Όλοι είχαν μείνει άφωνοι απο αυτή του την αντίδραση ιδικά η Τια και ο Νταριον κοίταζαν την πόρτα λες και ήταν υπνωτισμένοι.

Η βροχή τον αγκάλιασε άμεσος σαν να ήταν ένα κομμάτι της που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει.
Τον έβρεξε ώς το κόκαλο όμως δεβ ήταν γθα κανέναν τούς αρκετό.
Σαν εραστές που δεν χορταίνουν ο ένας τον άλλον με τίποτα.
Περπατούσε ώς τις κερκίδες του γηπέδου και έκατσε στο ποιό ψιλό σημείο. Αγκάλιασε τα γόνατα του σαν να ήταν μέσα σε μήτρα. Δάκρυα και βροχή έγιναν ένα. Λυγμοί που τους σιωπούσαν οι βροντές. Μέχρι που στέγνωσε η ψυχή του από τα υγρά και αναζητούσε νέα διέξοδο.
Γιατί ήξερε ότι πλησιάζει η αποφοίτηση. Και οι δρόμοι τους θα χωρίσουν ίσως για πάντα.

Αργά το απόγευμα επέστρεψε σπίτι του. Η μητέρα του ήταν ανήσυχη. Τον αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει στον ομο του. Εκείνος της ζήτησε συγγνώμη και την έσφιξε πάνω του.

Πήγε στο δωμάτιο και πέταξε τα ρούχα του στον κουβά με τα λερωμένα.
Τυλίχτηκε με μία πετσέτα και πήγε να κάνει μπάνιο.
Όταν γύρισε στο δωμάτιο μια Τια έτοιμη να τον δολοφονήσει τον αγκάλιασε και άρχισε να τον μαλώνει που έφυγε και δεν σήκωνε το κινητό.
Έβαλε ρούχα και έκατσε στο κρεβάτι δίπλα της.
Άρχισαν να μιλάνε και τής είπε ότι τον προβλημάτιζε.
Εκείνη του είπε ότι ο Νταριον της έδωσε πρόσκληση για το πάρτυ του την επόμενη μέρα. Εκείνος δεν ξαφνιάστηκε. Όταν την πήρε να τής μιλήσει κατάλαβε οτι ο ίδιος δεν είχε χώρο σε αυτό το πάρτυ.
Η Τια του είπε ότι δεν θα πάει, όμως εκείνος την έκοψε λέγοντάς τής οτι δεν τον πειράζει και όντως δεν ήταν αυτό που τον ενοχλούσε.
Ούτε ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς τον ενοχλούσε, ίσως ήταν κάτιπερισσότερο από ένα. Ίσως ήταν η καρδιά του που την ένιωσε για πρώτη φορά να χτυπά και να υπάρχει στο στήθος του. Η αγάπη που έτρεφε για εκείνον. Μόνο εκείνον αγαπούσε. Ούτε τους γονείς του. Για όλους έτρεφε μια απλή συμπάθεια. Του ήταν αδιάφορο μέχρι τώρα το πώς θα ήταν το μέλλον του. Ως που τον γνώρισε. Και ο χρόνος έγινε εχθρός και τρέχει ποιό γρήγορα από ποτέ. Και απειλεί να τού κλέψει τούς χτύπους αυτούς που έγιναν η συντροφιά τής μοναξιάς του.
Κατι άρχισε να σβήνει μέσα του, ήταν η ίδια του η ψυχή.
Αργά το βράδυ αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά τής Τια.

Πώς σας φαίνεται?
Σχόλια και αστεράκια πάντα καλοδεχούμενα.
😘😘😘😘😘😘
Kisses

ΘυσίαМесто, где живут истории. Откройте их для себя