Αλέξης 1

522 71 5
                                    

Αποικία, Αιγαίο 19..

Εκείνο το καλοκαίρι δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Η ζέστη που ερχόταν έκαιγε τόσο πολύ που όλοι λέγανε πως ερχόταν από τα βάθη της Αφρικής. Η άμμος στη παραλία του Λαμπερού, έμοιαζε με καυτό χρυσάφι που θα σε τσουρούφλιζε έτσι και το άγγιζες.
"Να σου βάλω μια μπουκιά από τα γεμιστά μου αγόρι μου να φας; Μου αδυνάτισε και φέτος με όλα τα τσιλιβίθρικα που ασχολείσαι" του παραπονέθηκε η μάνα του και του χαϊδέψε απαλά τα μαλλιά. Αυτή ήταν η κίνηση που έδειχνε πάντα την αγάπη της. Η μόνη κίνηση που τα χρόνια δεν έσβησαν και συνέχιζε να δείχνει πόσο νοιάζοταν για αυτόν τον νεαρό αντρα που καθόταν στο μικρό γραφείο στη γωνία του δωματίου και διάβαζε το βιβλίο του.
Μοναχοπαίδι της ήταν ο Αλέξης και ήταν η ψυχή της ψυχής της. Είχε μείνει πρώτα έγκυος και γέννησε κορίτσι μα έπειτα αυτό πέθανε από άρρωστια. Ευτυχώς λίγο καιρό μετά έμεινε πάλι έγκυος και εννέα μήνες μετά γεννήθηκε ο Αλέξης.
Το ντροπαλό της αγόρι. Πάντα σοβαρό και μετρημένο σαν μεγάλος. Στο σχολείο όλοι τον έλεγαν δάσκαλο πριν ακόμη καλά καλά μεγαλώσει και σπουδάσει όντως δάσκαλος.
Ο άντρας της ηθελε εδώ το αγόρι του να μείνει εδώ στο νησί και να τον βοηθήσει στη βάρκα. Ψαράς βλέπεις εκείνος από παππού προς παππού και ήθελε κάποτε το αγόρι του να ψαρεύει σαν αυτόν, να μάθει τη θάλασσα και να του διδάξει όλα όσα ήξερε όπως είχε κάνει και ο πατέρας του στον ίδιο.
Μα ο Αλέξης τα παίρνε τα γράμματα σαν σφουγγάρι. Όλοι απορούσαν πως το μελαχρινό αγόρι με τα μεγάλα μαύρα μάτια και τα πυκνά τσίνορα, ήξερε τόσο καλά να διαβάζει και να γράφει. Πρώτος σε κάθε τάξη, πρώτος των πρώτων στο νησί, πέρασε στην Αθήνα στο παιδαγωγικό και ικέτευσε τον πατέρα του να πάει, να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Του υποσχέθηκε πως η πόλη δε θα τον μάγευε και πως θα γύριζε γρήγορα πίσω για να διδάξει τα παιδιά του νησιού.
Ο πατέρας του του το ξεκαθάρισε. Λεφτά πολλά δεν είχε να δώσει. Στην εστία θα έμενε και ίσα ίσα αν έφταναν τα λεφτά, ένα χαρτζιλίκι μια στο τόσο αν μπορούσε να του στείλει.
Δεν τον πείραζε τον Αλέξη. Θα τα κατάφερνε. Θα δούλευε, θα αγωνιζόταν αλλά θα έπαιρνε το πτυχίο του. Θα πάλευε για το απλό και όμορφο όνειρο του.
Και τα κατάφερα. Πριν δύο χρόνια τελειώσε τη σχολή του και γύρισε πίσω στο νησί με το πτυχίο του στη βαλίτσα του.
Έπειτα, πέρσι διορίστηκε στο σχολείο που πήγαιναν τα παιδιά από τα τρία κοντινά χωριά. Χαρές που είχανε εκείνη την ημέρα στο σπίτι. Πρώτη φορά κατάφερνε κάποιος από την οικογένεια Στέκου να σπουδάσει και να γίνει κάτι άλλο εκτός από ψαράς και άνθρωπος της θάλασσας.
Τώρα όμως η χρονιά τελείωσε και το καλοκαίρι απλωνόταν μπροστά του ζεστό και γεμάτο ευωδιές θάλασσας και Ελλάδας.
"Δεν έχω όρεξη τώρα, λέω να πάω λίγο στη θάλασσα, να κάνω μια βουτιά. Με τρέλανε σήμερα η ζέστη..." της απάντησε αλλά δε κουνήθηκε από τη θέση του. Τα βιβλία πάντα τον κρατούσαν αιχμάλωτο τους.
"Χτες είδα τη Δήμητρα.. Μου λεγε για τη κόρη της τη Στέλλα. Μου λεγε πως θέλει να σε βρει μια μέρα να σε ρωτήσει για τη σχολή σου. Ίσως καταφέρει αμα δώσει ξανά του χρόνου να περάσει για δασκάλα" του είπε χαμογελώντας και ο Αλέξης ήξερε που το πήγαινε η μάνα του με την κουβέντα για τη Στέλλα.
Η Στέλλα ήταν όντως η μικρότερη κόρη της Δημήτρας και ίσως η λιγότερη όμορφη από τις τρεις. Δεν ήταν άσχημη μα είχε κάτι απωθητικό έτσι όπως σε κοιταζε. Ένιωθες πως το βλέμμα της τρυπώνε παντού για να μάθει κάθε μικρό και μεγάλο μυστικό.
Ποτέ δε του άρεσαν οι αδιάκριτοι άνθρωποι του Αλέξη και γι'αυτο δεν του άρεσε και η Στέλλα. Η Στέλλα που μόλις τον συναντούσε στο δρόμο πάντα ήθελε κάτι να του πει, η Στέλλα που όταν τον έβλεπε να περνάει, τον κοιτούσε μέχρι που ξεμάκραινε. Τα ήξερε αυτά ο Αλέξης. Δεν ήταν πολύ έμπειρος αλλά είχε μπλέξει με κάνα δυο κορίτσια στην Αθήνα από αυτά που δεν ασχολούνται και πολύ αν θα καταφέρουν να φυλάξουν την τιμή τους για τον άντρα που θα παντρευτούν. Και αφού δε τις ένοιαζε αυτές, δεν τον ένοιαζε ούτε κι αυτόν. Γιατί άλλωστε; Στο νησί δε μπορούσες να πλησιάσεις κοπελα και αμέσως το μάθαιναν όλοι και σε ετοίμαζαν για γαμπρό. Τουλάχιστον η πόλη είχε και τα καλά της.
"Να της πεις πως η Στέλλα είναι τόσο στουρνάρι που όχι δασκάλα, ούτε για βοσκός δε κάνει. Πες της πως έτσι είπε ο γιος σου"
Η μάνα του, χαμογέλασε όπως κάθε φορά που της έλεγε κάτι καυστικό και κούνησε το κεφάλι της.
" Το ξέρεις πως σε γλυκοκοιτάζει έτσι δεν είναι;"
"Το ξέρω. Αλλά εγώ δε τη γλυκοκοιτάζω καθόλου και δε θέλω μπλεξίματα μαζί τους. Σάμπως και οι αδερφές της είναι καλές; Η μεγάλη δεν είναι που πριν τρία χρόνια έφυγε στη παραλία μες τη νύχτα και ψάχνανε να τη βρουν;"
"Η Στέλλα είναι καλό κορίτσι. Από μικρό ολο κοντά μας είναι. Τσαχπίνα και κεφάτη. Απορώ που δεν σου αρέσει. Εγώ πίστευα πως όλοι οι άντρες θα τρελαίνονται για τέτοια κορίτσια "
Η συζήτηση αυτή με τη μανα του τον έφερνε σε αμηχανία. Δεν του άρεσε να συζητάει για γυναίκες με τους γονείς του και έτσι έψαχνε να βρει έναν τρόπο να ξεγλιστρήσει και να αλλάξει θέμα.
" Είδα ανθρώπους στο αρχοντικό του Δραμούλη. Φέρνανε κουρτίνες και σεντόνια σε μπαούλα που τα είχαν στείλει από Θεσσαλονίκη." είπε αναγκάζοντας τη μητέρα του να απαντήσει σε κάτι που δεν είχε καμία σχέση με τη Στέλλα και τη τσαχπινιά της που απεχθανόταν.
"Ναι ναι, τους είδα κι εγώ. Περιμένει τα συμπεθερια ντε ο κυρ Λεωνίδας. Έχει γυαλίσει το σπίτι, καινούργιο το έχει κάνει "
" Παντρεύτηκε ο Παύλος;" ρώτησε και το μυαλό του ταξίδεψε στον υιο Δραμούλη.
"Όχι ακόμη. Έχει αρραβωνιαστεί μια κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη, μεγάλη και τρανή αριστοκράτισσα. Μου το είπε η Κατερίνα που την πήραν εκεί για μαγείρισσα. Η παλιά έφυγε, είδε και απόειδε η γυναίκα . "
Ο Αλέξης θαύμασε την ικανότητα των γυναικών να συγκεντρώνουν και να συγκρατούν τόσες πληροφορίες. Ήδη είχε αρχίσει να μπερδεύει ονόματα και γεγονότα .
" Και θα έρθουν όλοι μαζί από τη Θεσσαλονίκη; "
Κανονικά θα έπρεπε ήδη να είχε φύγει για τη παραλία. Δεν ήξερε γιατί καθόταν και ρωτούσε τη μητέρα του πράγματα για τα οποία αδιαφορούσε.
"Ναι αύριο θα έρθουν με το πλοίο των 6.Μάλλον θα μείνουν για το καλοκαίρι. Αν αντέξουν δηλαδή οι άνθρωποι εδώ στην επαρχία." γέλασε η μάνα του και σηκώθηκε σκουπίζοντας τα χέρια της με τη πόδια της.
Τον θυμόταν τον Παύλο. Όχι βέβαια πως έκαναν παρέα. Εκείνος ήταν πλουσιόπαιδο και πάντα κρατούσε αποστάσεις. Ο πατέρας του τον έστελνε στο ιδιωτικό σχολείο που υπήρχε στη χώρα. Μια μικρή σχολή μόνο για τα παιδιά των ευπόρων του νησιού. Τελικά τα γράμματα δε τα πολυεπαιρνε κι έτσι ο κύριος δήμαρχος κατάπιε τον εγωισμό του και τον έστειλε στον αδερφό του που ήταν έμπορος υφασμάτων στη Θεσσαλονίκη. Κι εκεί δίπλα στον θείο του ο Παύλος έμαθε όσα ήξερε για τη δουλειά και σύντομα άνοιξε το δικό του υφασματάδικο. Πάντα σαν συνέχεια της αλυσίδας του ονόματος Δραμουλη που ήταν γνωστό για τα ποιοτικά και ακριβά του υφάσματα ανάμεσα στις κυρίες και τους κυρίους της νύφης του Θερμαϊκού.
Το πήρε απόφαση να σηκωθεί και άφησε το βιβλίο δίπλα του στο ξύλινο τραπεζάκι.
Η μητέρα του ξεκίνησε το πλέξιμο. Εκείνος αφού ντύθηκε για τη παραλία και χαιρέτησε τη μανα του που γκρίνιαζε πως δεν ήταν ώρα αυτή για μπάνιο - βράζει ο τόπος - βγήκε στον δρόμο για να ξεκινήσει και αυτός επίσημα τις διακοπές του.
Δεν το ήξερε ακόμη αλλά αυτό το καλοκαίρι θα του αλλαζε τη ζωή..

**Να πω πως η Αποικια και το συγκεκριμένο νησί είναι φανταστικά, δεν έχω κάποιο γνωστό μέρος υπόψιν μου. Απλά φαντάστηκα κάποιο νησί του Αιγαίου, στις αγαπημένες μου Κυκλάδες.
(καλησπέρα 🌹 Αυτό το βιβλίο είναι λίγο διαφορετικό από το Αγάπης πόλεμος, είναι πιο αργό και με περισσότερες λεπτομέρειες για τις ζωές των ηρώων. Όσο η ιστορία προχωράει η παλιά ιστορία θα μπλεχτεί με το παρόν και θα γίνουν πολλά! Απλά ακολουθήστε με στα επόμενα κεφάλαια! 💓 Αν σας άρεσε το κεφάλαιο στήριξε το βιβλίο με αστεράκια! Αναμένω και τα σχόλια σας! Φλκκ)

Τα φτερά του έρωτα Место, где живут истории. Откройте их для себя