Μαρία 3

365 48 4
                                    

Το πατρικό του Παύλου και το αρχοντικό που ήταν παίνεμα για τον κυρ Λεωνίδα αλλά και για όλο το χωριό, δέσποζε στην ανατολική πλευρά του χωριού, εκεί που βρίσκονταν τα καλύτερα σπίτια του χωριού, ίσως και όλου του νησιού καθώς όλοι το παραδέχονταν πως εκεί είχαν μαζευτεί οι πιο εύποροι κάτοικοι όλης της περιοχής.
Από τα μπαλκόνια των πετρόχτιστων αρχοντικών μπορούσες να δεις την παραλία να γυαλίζει κάτω από το φως του πρωινού ήλιου και γύρω από τα σπίτια ήταν απλωμένα δροσερά πλατάνια που έριχναν τον ίσκιο τους δημιουργώντας μια ομπρέλα δροσιάς σε ολον εκείνο το μέρος που ένωνε την οδό Πανοράματος με το υπόλοιπο χωριό.
Συγκεκριμένα το σπίτι του Λεωνίδα ήταν ένα ογκώδες και βαρύ κτίσμα όχι τόσο κομψό σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές της αρχιτεκτονικής αλλά σίγουρα επιβλητικό και πολυτελές για τα δεδομένα ενός μικρού νησιού.
Μεγάλα αψιδωτά παράθυρα επέτρεπαν στους ενοίκους να απολαύσουν μια θέα που έφτανε ως πέρα τον μακρινό, θαλασσινό ορίζοντα και το γειτονικό νησί που αχνοφαινόταν σαν σκιά στο βάθος μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.
Στον πολυτελή κήπο μπορούσε κανείς να απολαύσει το πρωινό του τις καλές ημέρες και να χαλαρώσει σε σεζλογκ που είχαν έρθει απο το Παρίσι όπου της είχε παραγγείλει το ζεύγος στο τελευταίο τους ταξίδι στη πόλη του Φωτός.
Στο σετ συμπεριλαμβάνονταν και τα κομψά έπιπλα κήπου σε λευκές αποχρώσεις που αποτελούσε το αγαπημένο σημείο της κυρίας δημάρχου όταν ήθελε να δροσιστεί τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού.
Η Βασιλική άλλωστε ποτέ δεν πήγαινε στη θάλασσα ούτε και είχε τολμήσει ποτέ να εμφανιστεί στις κοντινές παραλίες. Φήμες έλεγαν πως έτρεμε το νερό γιατί όταν ήταν μικρή, στη Νάξο από όπου ήταν η καταγωγή της, ο αδερφός της την έριξε μικρή για αστείο στη θάλασσα και παραλίγο να πνίγει. Από τότε απέφευγε ακόμη και να την αντικρίζει και προτιμούσε να απολαμβάνει τη παγωμένη σπιτική λεμονάδα στον κήπο τους μακριά από κύματα και υγρό στοιχείο.
Η βαριά πόρτα της εισόδου από ακριβό ιταλικό ξύλο είχε τη δική της ιστορία καθώς ήταν ειδική παραγγελία τον παππού του Παύλου όταν πριν από μισό και παραπάνω αιώνα είχε αποφασίσει να φτιάξει ένα σπίτι για την οικογένεια του που θα ήταν το στολίδι του νησιού. Τα λεφτά δεν του έλειπαν γιατί ήταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια με ρίζες στους Βενετούς και έτσι χτύπησε τη πόρτα του καλύτερου τεχνίτη στην Αθήνα για να παραγγείλει τη συγκεκριμένη που ήταν ένα έργο τέχνης με σκαλιστά λουλούδια και ένα ρόπτρο με τη μορφή λιονταριού.
Αυτή ήταν η εικόνα που αντίκρισε η Μαρία όταν έφτασε εκείνο το πρωί έξω από το πατρικό του Παύλου στην οδό Πανοράματος όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι. Οι δικοί της έμοιαζαν ενθουσιασμένη όταν ο κυρ Λεωνίδας έκανε μια θεατρική κίνηση προς το μέρος τους σαν να υποκλινόταν και τους παρουσίασε το καμάρι του που έμοιαζε να αστράφτει στο κέντρο της προσοχής όλων.
Οι γονείς της μόνο που δε χειροκρότησαν από τον ενθουσιασμός τους και η Μαρία δεν μπορούσε να νιώσει πάρα μόνο ντροπή για την κατάντια τους.
Η πρώτη εντύπωση της για το αρχοντικό ήταν πως της προκαλούσε δέος. Ένας περίεργος φόβος της έσφιγγε τη καρδιά σαν μέγγενη καθώς διέσχιζε την πύλη του κήπου και βάδιζε κατά μήκος της περιποιημένης αυλής . Ένιωθε πως αυτό το σπίτι, αυτή εδώ η επίσκεψη σφράγιζε τη μοιρα της και ενώ η Δόμνα της έκανε ενθουσιασμένα νοήματα δείχνοντας της τη θέα, εκείνη παρέμεινε σιωπηλή και κακόκεφη.
Το εσωτερικού του σπιτιού διέθετε κι αυτό την ανάλογη πολυτελή διακόσμηση με κομψούς καναπέδες και βαριά, ξύλινα σύνθετα και μπουφέδες που ήταν φτιαγμένα από ακριβό ξύλο, καλογυαλισμένα και τοποθετημένα στο χώρο με γούστο.
Ενώ η μητέρα του Παύλου τους ξεναγούσε στο εσωτερικό του σπιτιού που ήταν το δικό της βασίλειο από μια πλαϊνή πόρτα εμφανίστηκε το προσωπικό του σπιτιού που το αποτελούσαν τεσσάρα άτομα η Κατερίνα η μαγείρισσα, η Στέλλα η καμαριέρα, η Ειρήνη η οικονόμος και τέλος ο Γιώργος που ήταν ο σοφερ της οικογένειας αλλά βοηθούσε συχνά και σε κάποιες εξωτερικές δουλειές όταν χρειαζόταν.
Χαιρέτησαν διακριτικά τους καλεσμένους και έπειτα η Ειρήνη μετά από εντολή της κυρίας της, οδήγησε τους καλεσμένους στα δωμάτια τους για να αλλάξουν και να ξεκουραστούν πριν το γεύμα.
Το δωμάτιο της Μαρίας ήταν κι αυτό στον επάνω όροφο και είχε θέα στη θάλασσα.
Το δωμάτιο σου έδινε την εντύπωση πως ηταν φτιαγμένο για να φιλοξενήσει σοβαρούς επιστήμονες ή συντηρητικούς ακαδημαϊκούς. Η σκούρη του ταπετσαρία με κυπαρισσί αποχρώσεις, τα βαριά, ξύλινα έπιπλα που έμοιαζαν αντίκες και πιθανώς να ήταν, αν θυμόταν κάποια κουβέντα του Παύλου με το χόμπι του Πατέρα του και τα παλιά έπιπλα, δημιουργούσαν στο δωμάτιο μια σκοτεινή και μελαγχολική ατμόσφαιρα.
Οι βαλίτσες της είχαν ταχτοποιηθεί και τα ρούχα της ήταν ήδη στη ντουλάπα, πράγμα που την έκανε να σκεφτεί πόσο σκληρά θα δούλευε το προσωπικό στα παρασκήνια όσο εκείνοι απλά αντάλλαζαν φιλοφρονήσεις και ψεύτικες αβρότητες.
Έπεσε σαν κούτσουρο στο καλοστρωμενο κρεβάτι της χωρίς να βγάλει τα ρούχα της και κοίταξε τον ουρανό του επίπλου ενώ το μυαλό της ταξίδευε σε εκείνον τον νεαρό που είχαν συναντήσει στο δρόμο τους.
Από ο, τι είχε καταλάβει ήταν ο δάσκαλος του χωριού αλλά εδώ που τα λέμε ήταν πολύ νέος, πότε είχε προλάβει να σπουδάσει.. Σκέφτηκε τον εαυτό της και το γεγονός πως δεν την είχαν αφήσει να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο και ένας κόμπος την έσφιξε στο λαιμό.
"Αλέξης". Αυτό ήταν το όνομα του και το παράξενο ήταν πως του ταίριαζε με έναν τόσο σωστό τρόπο. Τα μελαγχολικά του μάτια, το αδύνατο κορμί του είχαν κάτι το ποιητικό, το δραματικό. Ήταν ο Αλέξης και εκείνη μέσα της ήταν σαν να το γνώριζε από καιρό πως δε θα μπορούσε να τον λένε διαφορετικά γιατί έτσι τον ήξερε από πάντα. Μόνο που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ.
"Τι στο καλό σκέφτεσαι;" μουρμούρισε και μέσα της έριξε την ευθύνη στη ταλαιπωρία που είχε περάσει στο ταξίδι για όλη αυτή τη τρικυμία στο μυαλό της.
Δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι, θα προτιμούσε να μη δει κανέναν από τον χαρούμενο "θίασο "για όλη την υπόλοιπη ημέρα αλλά γνώριζε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό.
Ανακάθισε στο κρεβάτι λοιπόν και πήρε μερικές βαθιές ανάσες όπως της είχε πει κάποτε η αγαπημένη της Σιμόν, η καλύτερη της φίλη στο γυμνάσιο θηλέων από όπου είχε αποφοιτήσει ένα χρόνο πριν.
Με τα μάτια της της φαντασίας της είδε τη φίλη της, στο δωμάτιο του κοιτώνα τους να κάθεται στο κρεβάτι της με τη νυχτικιά της και να της εξηγεί τις ανάσες που έκανε η Γαλλίδα μητέρα της όταν ήταν υπερβολικά αγχωμένη.
"Πως σου φαίνεται το δωμάτιο σου" άκουσε την τσιριχτή φωνή της Δόμνας καθώς εκείνη εισέβαλλε στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει και στρογγυλοκάθισε στο βελούδινο καναπεδάκι που υπήρχε στο μικρό γραφειάκι δίπλα στο παράθυρο.
"Καλό είναι" απάντησε ξερά η Μαρία και πήρε το ύφος που υιοθετούσε όταν ήθελε να την αφήσουν στην ησυχία της.
Δυστυχώς η αδερφή της ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν διέθεταν ίχνος τακτ και δε φάνηκε να ενοχλείται με τη στάση της αδερφής της.
Οπότε όσο η Μαρία καθόταν αμίλητη στην άκρη του κρεβατιού, η Δόμνα ξεκίνησε έναν μονόλογο από εκείνους που συνήθιζε όταν ένιωθε πως η Μαρία είχε "κλειδώσει "και δεν είχε διάθεση για να κουβεντιάσει.
"Ελπίζω να βρω κι εγώ κάποιον σαν τον Παύλο εδώ γύρω. Όχι ίδιο, απλά έτσι όμορφο και με λεφτά. Απορώ γιατί έχεις πεισματώσει τόσο και δεν τον θες. Άλλες θα παρακαλούσαν για έναν τέτοιον άντρα. Οι φίλες μου στη Θεσσαλονίκη ξετρελάθηκαν όταν τον συνάντησα μια φορά στο δρόμο και χαιρετηθήκαμε. Κι εσύ κάνεις τη δύσκολη...
Τώρα σε έχουν πιάσει τα στραβά σου αλλά υπάρχουν και χειρότερα. Σκέψου να ήσουν άσχημη και να μη μπορούσες να βρεις άντρα. Αυτό θα ήταν πραγματικά πρόβλημα.. Εγώ πιστεύω πως γρήγορα θα το συνηθίσεις και θα περάσεις μέλι γάλα. Κοίτα σπιταρόνα...Και αυτό μόλις πεθαίνουν τα γερόντια θα είναι δικό σου, άσε δηλαδή που όπως μου είπε η μαμά, ο θείος του είναι ανύπαντρος στη Θεσσαλονίκη οπότε και εκείνου η περιουσία στον Παύλο θα καταλήξει κατά πάσα πιθανότητα.. Σε λίγα χρόνια θα είσαι πάμπλουτη" κατέληξε θριαμβευτικά η Δόμνα και τα μάτια της γυάλισαν σαν να έβλεπε ολοκάθαρα μπροστά της κάποιο σεντούκι με χρυσές λίρες.
" Μπορείς να σταματήσεις να είσαι τόσο επιφανειακή; Δεν σε αντέχω. Είσαι ακριβώς σαν τη μητέρα και παπαγαλίζεις ακριβώς τα ίδια πράγματα. Δεν τον αγαπώ. Το καταλαβαίνεις; απάντησε η Μαρία αρπαγμένη και κοίταξε την αδερφή της με το βλέμμα της να πετάει φωτιές.
Η Δόμνα δε βρήκε τι να απαντήσει σε αυτήν την δήλωση. Ήταν πράγματι μικρή και δεν είχε καμία πείρα από αγάπη. Της άρεσαν κατά καιρούς κάποια αγόρια αλλά δεν είχε αγαπήσει και ούτε είχε σκεφτεί πως ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να παντρευτεί.
"Τώρα άντε φύγε από το δωμάτιο μου γιατί θέλω να αλλάξω και έπειτα να κατέβω γιατί σε λίγο θα είναι η ώρα να φάμε και εγώ δεν έχω κάνει τίποτα ακόμη" είπε ανυπόμονα η Μαρία και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ασχοληθεί με τα ρούχα που είχαν τοποθετηθεί προσεχτικά στη ντουλάπα της.

Τα φτερά του έρωτα Where stories live. Discover now