Μια γειτονιά

255 32 4
                                    


(Καλησπέρα! Ξέρω πως χάθηκα αλλά προσπαθώ όσο μπορώ για να συνεχίσω την ιστορία μου τώρα που έχω πάλι χρόνο.Προσπάθησα το κεφάλαιο να είναι μεγαλουτσικο για να σας αποζημιώσει για την απουσία μου.Ελπιζω να σας αρέσει η συνέχεια.)

Ο ήχος από τα τζιτζίκια σκόρπαγε στον αέρα αυτή τη ραχάτικη ανεμελιά του καλοκαιρινού μεσημεριού και η κίνηση των φύλλων των πλατάνων έδινε στο πέρασμα του δρόμου μια χορευτική,λικνιστική ένταση.
Στις αυλές των αρχοντικών κάθε ένδειξη ζωής είχε χαθεί και όλοι είχαν τρυπώσει στο εσωτερικό των βαριών, δροσερών τοίχων για να αποφύγουν τη κολασμένη ζέστη των ημερών.
Είχε παραμείνει στη σκιερή της κρυψώνα για λίγα λεπτά ακόμη αφότου πέρασε ο Αλέξης απο την οδό Πανοράματος και είχε περιμένει υπομονετικά τον Παύλο και την άγνωστη γυναίκα να τελειώσουν με τα φιλιά τους και τα χαιδεματα μέσα στο δασάκι.Η θέση της ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη αν και η ίδια ένιωθε κυρίως εξαπατημένη και λιγότερη πληγωμένη στη σκέψη πως ο Παύλος είχε ερωμένη και συνέχιζε να θέλει να την σύρει σε έναν ψεύτικο γάμο ενώ ήταν ολοφάνερο πως η Μαρία δεν ήταν καν ερωτευμένη μαζί του.
Η μορφή της άγνωστης γυναίκας γύριζε στο μυαλό της καθώς τώρα ήταν κρυμμένη ανάμεσα στα δέντρα και η Μαρία δεν είχε καλή οπτικη επαφή με το σημείο όπου κρύβονταν.Ενα αερικό με ομορφιά νεράιδας, αυτό είχε αντικρίσει και δε μπορούσε παρά να αναρωτηθεί γιατί ο Παύλος δεν επιθυμούσε να δεσμευτεί με αυτή τη γυναίκα αλλά αντίθετα ήθελε να δεθεί μαζί της με τα δεσμά του γάμου.
Δεν πέρασαν παρά μερικά λεπτά όταν οι δύο εραστές πετάχτηκαν από τα δέντρα του μικρού δάσους και σαν μεθυσμένοι προσπάθησαν να αποτραβηχτούν ο ένας από την αγκαλιά του άλλου ..Η ξανθιά γυναίκα ήταν τώρα περισσότερο ταραγμένη,τα μάγουλα της είχαν ροδίσει στο χλωμό της πρόσωπο σαν κάποιο χέρι ζωγράφου να την είχε αγγίξει με μια ροδαλή πούδρα και τα μαλλιά της είχαν στερηθεί πια την τέλεια προηγούμενη φόρμα τους.Έδωσαν στα γρήγορα ένα τελευταίο φιλί και έπειτα απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον και ξεκίνησαν να προχωρούν στο δρόμο προς τη πλευρά των αρχοντικών..Η σκηνή ήταν ιδιαίτερα παράξενη καθώς οι δύο εραστές πριν μερικά δευτερόλεπτα δεν χόρταιναν να αγγίζονται και τώρα βάδιζε ο καθένας σε χωριστή μεριά του μεγάλου μονοπατιού.
Η Μαρία απόρησε βλέποντας τους να ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση και για μια αλλόκοτη στιγμή της πέρασε από το μυαλό η ιδέα πως ο Παύλος θα έφερνε τη νεαρή γυναίκα στο σπίτι των γονιών του σαν προσκεκλημένη του.Η ιδέα δεν της φάνηκε ιδιαίτερα απωθητική,θα ήταν μια καλή ευκαιρία να τα μαζέψει με δικαιολογία και να φύγει από το νησί και τον ασφυκτικό κλοιό του Παύλου.Την επόμενη στιγμή όμως το πρόσωπο του Αλέξη πέρασε σαν αστραπή απ'το μυαλό της και αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να τον γνωρίσει καλύτερα αν αναγκαζόταν να φύγει από το πατρικό του Παύλου.
Όταν πλέον ήταν σίγουρη πως είχε περάσει αρκετή ώρα, σηκώθηκε από τη χωμάτινη κρυψώνα της, τίναξε τα σκονισμένα της ρούχα και βγήκε πάλι στην αγκαλιά του ήλιου με τη διάθεση της να βρίσκεται στο ναδίρ συγκριτικά με αυτή που είχε όταν ξεκινούσε για τη βόλτα της.
Η Μαρία βάδιζε αργά στο δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στο πατρικό του Παύλου και μέσα της έβραζε τόσο για τα ψέματα και τις μηχανορραφίες του μέλλοντα συζύγου της όσο και για το γεγονός πως είχε χάσει την ευκαιρία να πλησιάσει τον Αλέξη εξαιτίας πάλι του Παύλου και των μυστικών ερωτοδουλειών του.

Τα φτερά του έρωτα Where stories live. Discover now