~ 6 ~

4.3K 213 19
                                    

Μετά από αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε αποφάσισα να σπάσω τη σιωπή ανάμεσα μας.

«Που πάμε;»

«Θα δείς.»

«Γιατί δεν μου λες;»

«Είναι έκπληξη.»

Δεν το συνέχεια και έτσι απλά ακούμπησα το κεφάλι μου στο παράθυρο και κοιτούσα τα ψηλά δεν δέντρα που υπήρχαν έξω αφού πλέον είχαμε απομακρυνθεί από την πόλη αρκετά. Κάποια στιγμή όπως έκλεισα τα μάτια μου και μετά όλα μαύρισαν.

«Gabi ξυπνά.» είπε και με σκούντηξε απαλά στον ώμο.

«Τι έγινε;»

«Φτάσαμε.»

Βγήκα από το αυτοκίνητο και κοίταξα γύρω μου για να δω που είμαστε αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν δέντρα και ένα πανέμορφο τριώροφο σπίτι.

«Δικό σου;»

«Ναι.»

«Και τι κάνουμε εδώ;»

«Θα περάσουμε το Σαββατοκύριακο μας εδώ.»

Γυρνάω και τον κοιτάω απορημένα.

«Γιατί;»

«Δεν θέλεις;»

«Δεν είναι αυτό απλά δεν πήρα τίποτα μαζί μου και δεν είπα τίποτα στον Will ή στον Tony και είναι λίγο απότομο και δεν έχω κάνει κάτι τόσο επιπόλαιο ξανά και...»

Με έπιασε από τους ώμους και μου σήκωσε το κεφάλι για να τον κοιτάξω.

«Ηρέμησε. Ο Will και ο Tony τα ξέρουν όλα. Τους είχα ειδοποίηση πιο πριν και η Angela σου ετοίμασε μια τσάντα με τα απαραίτητα και είναι στο πορτμπαγκάζ. Απλά δεν ήξερα αν θα ήθελες να έρθεις μαζί μου και απλά σου είπα πως θα πάμε για μια βόλτα.»

«Αυτό λέγεται απαγωγή.»

«Δεν είναι άμα ξέρουν που βρίσκεσαι.»

«Θα μπορούσες απλά να με ρωτήσεις. Θα έλεγα ναι έτσι και αλλιώς.»

«Αλήθεια;»

«Ναι. Θέλω να σε γνωρίσω για να μπορούμε να υπάρχουμε στον ίδιο χώρο χωρίς προβλήματα.»

«Ωραία. Πάμε μέσα;»

«Γιατί όχι. Είναι υπέροχο πάντως.»

«Περίμενε να δεις και το υπόλοιπο.» μου είπε χαμογελώντας.

Μένουμε μέσα και μένω άφωνη. Ο πρώτος όροφος του σπιτιού είναι καλυμμένος με τζαμαρίες. Το καθιστικό  η κουζίνα και η τραπεζαρία είναι όλα μαζί σε αυτόν τον ενιαίο χώρο που υπάρχει μπροστά μου και από το ταβάνι κρέμεται ένα τεράστιο φωτιστικό που από το τρίτο οριφου φτάνει μέχρι τον πρώτο.

«Σαν το σπίτι σου.» μου λέει.

«Μπορείς να ψάξεις ελεύθερα.»

«Μα…»

«Το ξέρω ότι το θες. Φαίνεται στο πρόσωπο σου έτσι και αλλιώς.»

Δεν είπα τίποτα και ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες για τον δεύτερο όροφο.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μόλις έφτασε ήταν ένα μικρό καθιστικό και αφού και τα πέντε δωμάτια ήταν υπνοδωμάτια προχώρησα προς τον τρίτο.Εκεί υπήρχαν μόνο τρία δωμάτια. Μπήκα στο πρώτο και ήταν ένα τεράστιο γραφείο με ένα πανέμορφο δρύινο γραφείο. Οι τοίχοι ήταν ένα σκούρο γκρι χρώμα και πολλά έγγραφα βρίσκονταν πάνω στο γραφείο. Μπορώ να φανταστώ τον Alex εδώ μέσα. Ο χώρος μπορώ να πω πως του ταιριάζει γιατί οι αποχρώσεις που κυριαρχούν είναι αρκετά σκούροι πράγμα που δείχνει πως ο Alex διακόσμησε αυτόν το χώρο. Λιτός αλλά πρακτικώς. Βγήκα από εκεί και πλησίασα την δεύτερη πόρτα στον όροφο. Μπροστά μου βρέθηκε ένα υπνοδωμάτιο το οποίο και αυτό ήταν σε σκούρες αποχρώσεις, με πολύ περισσότερο χαρακτήρα από τα υπόλοιπα του σπιτιού που έμοιαζαν να βγήκαν από περιοδικό. Βγήκα σχετικά γρήγορα γιατί δεν ήθελα να εισβάλλω στον προσωπικό του χώρο και απλά έκλεισα την πόρτα. Το μονό δωμάτιο που έμεινε στον όροφο μπορώ να πω πόσο είναι το αγαπημένο μου. Μόλις άνοιξα την πόρτα έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Δεξιά και αριστερά οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω με βιβλία και ο τοίχος απέναντι από την είσοδο ήταν μια τεράστια τζαμαρία η οποία έβλεπε στο δάσος που περικυκλώνει το σπίτι. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένας μεγάλος καναπές και κοντά στη τζαμαρία αρκετά μαξιλάρια με δύο τεράστιες πολυθρόνες, μια στην κάθε γωνιά. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και προσφέρομαι ανάμεσα στα βιβλία την βιβλιοθήκης. Υπήρχαν διάφορα βιβλία αλλά μεταφρασμένα αλλά καινούργια, μερικά παλιά με μαλακό και σκληρό εξώφυλλο. Αλλά αυτό που μου τράβηξε την προσοχή είναι ένα αρκετά φθαρμένο βιβλίο στη μέση της βιβλιοθήκης. Το κράτησα και είδα πως είναι ένα έργο του Σέξπιρ και η έκδοση του είναι από το 1920 πράγμα που σημαίνει πως είναι συλλεκτικό και πρέπει να κόστισε πολλά. Αφού όμως ήταν ένα από τα αγαπημένα μου το πήρα μαζί μου στον καναπέ και άρχισα να διαβάζω την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας για μια ακόμη φορά.

Ο όρκοςWhere stories live. Discover now