~ 32 ~

2.5K 135 1
                                    

«Τι έκανες;» άκουσα τον εαυτό μου να λέει ξεψυχισμενα.

«Τον βρήκα.» μου λέει εκείνος.

«Πώς;»

«Τα βράδυα που με κατηγορείς πως σε απατάω προσπαθώ να τον βρώ. Τον κυνηγάω τόσο καιρό και επιτέλους τον βρήκα.»

«Συγνώμη!» του είπα και κατέβασα το βλέμμα μου προς το δάπεδο.

«Δεν πηγάζει αγάπη μου όμορφη.» μου είπε αγκαλιάζοντας με και αφήνοντας ένα φιλί στο κεφάλι μου.

Ξέρω ότι ίσως το μετανιώσω αλλά θα το κάνω.

«Πάρε με μαζί σου.» λέω χωμένη μέσα στην τεράστια αγκαλιά του.

Τον νιώθω να παγώνει. Σχεδόν δεν περνάει ανάσα.

Γυρνάω διστακτικά το κεφάλι μου προς το μέρος του.

Τον κοιτάω με φόβο στα μάτια μήπως μου αρνηθεί.

Εκείνος πάλι με τρόμο. Είναι εμφανές στα γαλάζια του μάτια πως δεν θέλει να κάνει αυτό που του ζητάω.

«Όχι» μου λέι με μια πνοή. Κάποιος θα έλεγε πως έτσι θα ακουγόταν η φωνή του εάν κάποιος τον χτυπούσε μπουνιά. Βέβαια η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι ακούγεται.

Φαίνεται η άρνηση του. Στα μάτια του. Στο σώμα του. Ακόμη και στην ανάσα του.

«Σε παρακαλώ! Το έχω ανάγκη! Πρέπει να μάθω, πρέπει να δώ ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που έχει προκαλέσει τόσο κακό στην οικογένεια μου! Στην οικογένεια σου!»

«Αγάπη μου σε καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να σε βάλω σε μια τέτοια διαδικασία! Μπορεί να σου φέρει πίσω μνήμες που δεν είναι ευχάριστες.»

«Δεν με ενδιαφέρει! Θέλω να έρθω μαζί σου! Ότι και να γίνει θέλω να είμαι εκεί!»

«Gabi όχι! Δεν μπορώ να σε έχω εκεί! Δεν θέλω να δεις τι μπορώ να κάνω και τι μπορώ να γίνω.»

«Δεν με νοιάζει!» του είπα δυναμικά.

«Ούτε εμένα! Δεν θα έρθεις. Τέλος!» είπε και έφυγε νευριασμένος για τον πάνω όροφο.

Έκατσα νευριασμένη στον καναπέ και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάω!

~•~

Εδώ και τρείς ώρες κάνω πως κοιμάμαι και είναι είδη τρείς. Δεν θα φύγει επιτέλους;!

Αφού μαλώσαμε και μετά του ζήτησα συγγνώμη και του είπα πως δεν θα πάω.

Τώρα υποτίθεται πως κοιμάμαι. Αλλά δεν θα περάσει το δικό του αυτή τη φορά. Θα πάω.

Τον ακούω να προσπαθεί να βγεί από το κρεβάτι όσο πιο σιγά μπορεί για να μην με ξυπνήσει. Που να ήξερε!

Τον ακούω να ντύνεται. Όταν τελειώνει τον νιώθω κοντά μου.

Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο.

«Συγγνώμη αλλά σε αγαπάω πολύ για να σε βάλω σε μια τέτοια δοκιμασία. Και φοβάμαι! Φοβάμαι πολύ μην σε χάσω.» μου λέει και με ξανά φιλάει. «Θα γυρίσω σύντομα.»

Τον ακούω να βγαίνει από το δωμάτιο και σαν αστραπή πετάω τα σκεπάσματα από πάνω μου ενώ σκουπίζω ένα δάκρυ που ξέφυγε. Με συγκίνησε με τα λόγια του αλλά δεν μπορώ να μην πάω. Θέλω να δώ το πρόσωπο του ανθρώπου που έχει προκαλέσει τόσο κακό στις οικογένειες μας.

Φορούσα είδη ένα κολάν και έβαλα τα παπούτσια μου, μια πλεκτή μπλούζα και το μπουφάν μου.

Κατέβηκα σαν την τρελή τις σκάλες και μπήκα στο γκαράζ με φόρα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος όταν τον είδα να φεύγει από το δρομάκι του σπιτιού.

Τον ακολούθησα από απόσταση για περίπου μία ώρα όταν επιτέλους σταμάτησε.

Ήταν ένα κατεστραμμένο από τον χρόνο κτήριο. Τελείως τρομακτικό και μέσα στην ερημιά.

Τον είδα που πάρκαρε το αυτοκίνητο και μπήκε μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη.

Εγώ από την άλλη είχα ανατριχιάζει με το μέρος και έτσι πάρκαρα σιγά-σιγά το αυτοκίνητο, το κλείδωσα και μπήκα μέσα στο εγκαταλελειμμένο κατά τα φαινόμενα κτίριο.

Με το που πάτησα το πόδι μου μέσα άκουσα ουρλιαχτά και δυνατούς κρότους.

Τρομοκρατημένη πλησίασα το δωμάτιο από το οποίο ακουγόταν και έπειτα ο χαμός...

Ο όρκοςWhere stories live. Discover now