Έχουν περάσει τρείς μέρες από τη μέρα που ξύπνησα και θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχω επανέλθει.
Ακόμα πονάω βέβαια όταν κάνω κάποια απότομη κίνηση και κουράζομαι όταν περπατάω λόγω της ακινησίας.
Από την άλλη ο Alex δεν έχει φύγει από κοντά μου καθόλου παρά τις διαμαρτυρίες μου.
Όσες φορές και να του έχω πει να πάει σπίτι του να ξεκουραστεί δεν με ακούει. Παραμένει εδώ μαζί μου.
Όσο και να τον παρακαλώ, ακόμα κοιμάται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι μου.Δεν ακούει κανέναν.
Κάθε μέρα μου δείχνει πως με αγαπάει και αυτό με κάνει να τον ερωτεύομαι ακόμα περισσότερο. Όμως είμαι ακόμα πολύ μπερδεμένη για να του πω ότι τον αγαπώ.
Καθόμουν στη βιβλιοθήκη και διάβαζα ένα βιβλίο μπροστά από το παράθυρο, μέχρι που τον άκουσα να φωνάζει.
Τι μπορεί να τον αναστάτωσε τόσο ώστε να φωνάζει; Ποτέ δεν τον έχω ακούσει να φωνάζει.
Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και ακολούθησα τον ήχο της φωνής του προς το γραφείο του Will.
«Πώς γίνεται να ξεφύγει!!! Τον παρακολουθούσαν στενά τουλάχιστον πέντε άντρες!!»
Τι λέει;
«Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις!! Βρες τον!! Βρες τον πριν είναι αργά και γίνει κάτι που θα μετανιώσουμε όλοι μας!!»
Είπε εξοργισμένος και αμέσως μετά ακούγεται ένας δυνατός ήχος.
Μπαίνω μέσα όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ευτυχώς ήταν μόνο ένα βάζο. Ο Alex είχε τα χέρια του ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο και ανάσαινε βαριά.
Χωρίς να το σκεφτώ πήγα από πίσω του και τον αγκάλιασα.
«Ηρέμησε. Ότι και να είναι θα περάσει.»
Τον νιώθω να ξεφυσάει και να χαλαρώνει κάτω από το άγγιγμα μου. Έτσι τον σφίγγω ακόμα λίγο.
Γυρνάει προς το μέρος μου και καθώς κάθεται πάνω στο γραφείο με βάζει στην αγκαλιά του και με κρατεί εκεί. Έχει κρύψει το κεφάλι του στον λαιμό μου και ψιθυρίζει ένα ευχαριστώ ενώ του χαϊδεύω το κεφάλι.
«Μπορώ να βοηθήσω κάπως;»
«Και μόνο που βρίσκεσαι εδώ φτάνει.»
Τον έσφιξα λίγο παραπάνω στην αγκαλιά μου με αυτό που είπε. Απλά ήθελα να τον παρηγορήσω με όποιον τρόπο μπορώ.
Τον ένιωσα να αφήνει ένα γλυκό φιλί στη λακούβα ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο μου. Το ένα όμως έγιναν δύο και έπειτα τρία και συνέχισε έτσι μέχρι να φτάσει κοντά στα χείλη μου.
Δεν μπορούσα να του αντισταθώ. Η αίσθηση των φιλιών του ήταν τόσο ωραία και μεθυστική όπως και το άρωμα του.
«Μπορώ να σε φιλήσω;» με ρώτησε καθώς απομακρύνθηκε λίγο.
«Εαν δεν θες πες μου το μόνο και θα σταματήσω. Απλά πες το.»
Τον κοίταξα στα μάτια πράγμα που αυτός έκανε ήδη όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν.
Χωρίς να πω λέξη κράτησα το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια μου και τον φίλησα.
Ανταποκρίθηκε αμέσως. Χωρίς ενδοιασμούς. Χωρίς φόβο. Μόνο αγάπη.
Ένα μέρος μου ήθελε να του πει πως τον αγαπά αυτήν ακριβώς τι στιγμή. Αλλά ένα άλλο με κρατούσε πίσω.
Δεν μπορούσα όμως να μείνω μακριά του. Για κανένα λόγο.
Το ήθελα.
Τον ήθελα.
Και από τον τρόπο που με φιλάει καταλαβαίνω πως το θέλει και αυτός.
Ο πόθος άρχισε να κυριαρχεί ανάμεσα μας. Η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει απότομα.
Τα χέρια άρχισαν να γίνονται πιο τολμηρά ενώ οι ανάσες άρχισαν να βαραίνουν.
Τα χέρια του βρέθηκαν στην αρχή της μπλούζας μου και μπήκαν από κάτω ενώ εγώ είχα αρχίσει να ξεκουμπώνω τα κουμπιά του πουκάμισου του.
«Περίμενε.» είπε λαχανιασμένος διακόπτοντας το φιλί μας. «Είσαι σίγουρη;»
«Ναι! Αλλά όχι εδώ.»
Ακούγοντας τα λόγια μου ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του.
Αρχίζει αν με φιλά ξανά παθιασμένα ενώ σηκώνεται από το γραφείο παρασέρνοντας και έκανα μαζί του προς τον διάδρομο.
Φτάσαμε στο δωμάτιο μου και με έριξε μαλακά στο κρεβάτι και έμεινε λίγο όρθιος κοιτώντας με ενώ εγώ του χαμογελούσα.
«Θεέ μου! Πόσο όμορφη είσαι όταν χαμογελάς!!»
Όμως όλα χάθηκαν όταν το τζαμί του δωματίου μου θρυμματίστηκε και ο Alex έπεσε στο πάτωμα με μια κόκκινη κηλίδα να μεγαλώνει όλο και περισσότερο στο άσπρο του πουκάμισο.
YOU ARE READING
Ο όρκος
Teen FictionΔύο άνθρωποι. Ο καθένας με τα δικά του μυστικά καί το δικό του σκληρό παρελθόν. Όμως ένας κανονισμένος γάμος θα αλλάξει πολλά στη ζωή καί τον δύο. Θα κυριαρχήσει η αγάπη ή το μίσος; Θα καταφέρουν να βγούνε ζωντανοί καί οι δύο; Highest ranking 2/9/1...