Μερια του Justin:
Ολοκληρη η διαδρομη για το μερος μου ηταν εντελως σιωπηλη. Ο John κρατουσε το στομα του κλειστο, κοιταζοντας μπροστα του και η Kelsey κοιτουσε εξω, ετρεμε ελαφρως απο τον κρυο αερα στο γεγονος οτι φορουσε μονο ενα σουτιεν κατω απο τη ζακετα μου.
Πιεσα τα δοντια μου, κλειδωνοντας σφυχτα το πηγουνι μου. Η σκεψη του Luke να βαζει τα χερια του πανω της με εστελνε στο ακρο.
Δεν επρεπε ποτε να την ειχα αφησει ποτε να μπει σε αυτο το αμαξι.
Δεν επρεπε ποτε να της προκαλεσω τοσο θυμο.
Επρεπε απλα να της ειχα πει την αληθεια για την Jen.
Επιασα το τιμονι πιο σφυχτα, παρα τον πονο που ακτινοβολουσε στο σωμα μου. Μπορει να χτυπησα τον Luke μεχρι να γινει πολτος αλλα εκανε μια μικρη ζημια και σε μενα.
Ο John με κοιταξε, στελνοντας μου ενα βλεμμα λυπης.
Απλα κουνησα το κεφαλι μου, προσπαθωντας να μην ζεσταθω.
Το μονο που μπορουσα να σκεφτω ηταν να σκοτωνω τον μπασταρδο, να τον κανω να πληρωσει για ολα αυτα που εκανε στην Kelsey και επρεπε να το ειχα κανει αλλα δεν μπορουσα. Οχι οταν η Kelsey με ικετευε να μην το κανω. Θα ηταν ενα πραγμα αν ηταν παροτρυνση της στιγμης αλλα αποψε... ηταν διαφορετικα. Ηταν τρομαγμενη, χωρις μπλουζα, μελανιασμενη, κομμενη και απεγνωσμενη να φυγει και δεν μπορουσα να την αναστατωσω περισσοτερο.
Στριβοντας σε μια γωνια, μου πηρε μερικα λεπτα ακομα πριν μπω στον δρομο που οδηγουσε προς το σπιτι και σταματησω το αμαξι. Καθισα στη θεση μου, αφηνοντας το κεφαλι μου να πεσει πισω στο προσκεφαλο.
Το απαλο γουργουρητο του αμαξιου ηταν ο μονος ηχος που ακουγοταν αναμεσα μας που θα μπορουσε να τρελανει καποιον.
Ο John με κοιταξε αλλη μια φορα πριν απο ενα νευμα και ελαφρο κτυπημα στον ωμο, ανοιξε την πορτα, κλεινοντας τη πισω του πριν εξαφανιστει στο σκοταδι.
Κρατησα το στομα μου κλειστο, χωρις να γνωριζω τι να πω σε αυτο το σημειο.