𝟎𝟏.

869 40 220
                                    

𝐑𝐔𝐍𝐍𝐈𝐍𝐆 𝐎𝐍 𝐄𝐌𝐏𝐓𝐘.
𝐏𝐀𝐆𝐄 𝐎𝐍𝐄.
↞ 𝐉𝐀𝐃𝐄 ↠

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου, 1987.
5:55

Ο ουρανός ήταν ακόμη σκοτεινός όταν άνοιξα τα μάτια μου. Η ομίχλη αναδύονταν στην ατμόσφαιρα σαν τα ίχνη κάποιου μυθικού πλάσματος, και σκέφτηκα την Τρανσυλβανία. Τον πυκνό υδάτινο καπνό που ξεχύνονταν από τους τάφους και αφαιρούσε το παραμικρό ίχνος ζωής που αντίκριζε στο πέρασμά του. Βυθιζόμουνα στο υγρό έδαφος ενώ είχα αφεθεί σε αυτή τη θανάσιμη έκσταση που μου προσέφερε παντοτινή ανάπαυση, παντοτινό ύπνο.

Όμως δεν βρισκόμουν στην Τρανσυλβανία.

Και η παντοτινή ανάπαυση δεν ήρθε ποτέ.

Άλλη μία μέρα που ξύπνησα δίχως να το θέλω πραγματικά. Άλλη μία μέρα που σπαταλούσα το πολύτιμο οξυγόνο για να περπατήσω σε αγκάθινα μονοπάτια, να αντικρίσω πρόσωπα που με είχαν πονέσει, να ακούσω ήχους οι οποίοι θύμιζαν βοές περισσότερο, να αγγίξω επιφάνειες που μου έκαιγαν το δέρμα, και για να σχηματίσω λέξεις οι οποίες δεν θα ακούγονταν ποτέ.

Άλλη μία μέρα που ζούσα. Που μπορούσα να ακούσω τον αργό χτύπο της καρδιάς μου, που μπορούσα να διακρίνω τις φλέβες πάνω στο δέρμα μου σαν ρυάκια σε πεδιάδα, που αισθανόμουν τις κοφτές αναπνοές να βγαίνουν από μέσα μου. Άλλη μία μέρα στην οποία έπρεπε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να κάνω αυτό που χρειάζονταν για να είναι όλοι ικανοποιημένοι εκτός από εμένα. Να ζήσω.

Οι κόρες των ματιών μου προσπάθησαν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον γύρω μου, καταφέρνοντας να εντοπίσουν μόνο σχήματα και χρώματα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Θέλω να φύγω από εδώ. Στο φθαρμένο ρολόι του κομοδίνου μου αναγράφονταν ότι η ώρα ήταν έξι παρά πέντε. Είχα αρκετό χρόνο ακόμη. Όμως τα βλέφαρά μου δεν έλεγαν να κλείσουν. Ο γνώριμος πόνος στο στομάχι μου έκανε την εμφάνισή του, και το έλαβα ως υπενθύμιση για να σηκωθώ και να βάλω τέλος σε αυτή τη χρονική σπατάλη που θα μου προσέδιδε ακόμη περισσότερο άγχος στη συνέχεια.

Με αργές κινήσεις σηκώθηκα από το κρεβάτι και προσπάθησα να σταθώ όρθια, όμως αισθανόμουν αδύναμη. Παρόλο που ήταν αρχές Σεπτεμβρίου το κρύο φάνταζε σαν αδέσποτες σφαίρες στο ανυπεράσπιστο σώμα μου και παραλίγο να λιποθυμήσω. Με μοναδική πηγή φωτός το σκούρο μπλε το ουρανού και το χαμηλό φως από το γραφείο μου, άρπαξα την ευκαιρία να στρώσω γρήγορα το κρεβάτι μου. Το μέρος που αν μπορούσα θα έμενα για το υπόλοιπο της ζωής μου σαπίζοντας και κοιτώντας τις ζωές των άλλων ανθρώπων από το παράθυρο, ωστόσο, έπρεπε να δω τακτοποιημένο γιατί το άλλο ημισφαίριο του εγκεφάλου μου αποζητούσε την τελειότητα. Ακόμη κι αν αυτή αποτυπώνονταν στο καλοσιδερωμένο μου πάπλωμα.

Running On EmptyWhere stories live. Discover now