Κεφάλαιο XVII

40 4 0
                                    

Το σκοτάδι είχε κυριεύσει τη Γαλλία και οι περισσότεροι είχαν αφεθεί σε έναν γλυκό ύπνο. Δεν έπαυαν όμως να υπάρχουν και ορισμένοι που οι ανησυχίες τους δεν τους άφηναν να ηρεμήσουν στα γλυκά τους σκεπάσματα. Όσο λυτρωτικά και αν είναι τα ήσυχα όνειρα, δεν αποτελούσαν διαφυγή για αρκετούς.

Ο πρίγκιπας κατέβηκε τις παραμελημένες σκάλες, που εάν δεν πρόσεχες το βήμα σου θα σε οδηγούσαν σε βέβαιο θάνατο. Σκάλες που κατέληγαν στο πιο παλιό τμήμα του παλατιού, τα μπουντρούμια. Ένα έρημο μέρος, όπου μόνο οι κραυγές των φυλακισμένων ηχούσαν. Μέσα στο σκοτάδι ο καθένας έχανε την αίσθηση του χρόνου. Εάν ήταν μέρα ή νύχτα, χειμώνας ή σκοτάδι. Στα χέρια του κρατούσε ένα κερί που σιγόκαιγε όπως η ανησυχία του, μήπως κάποιος τον είχε ακολουθήσει και συγκεκριμένα ο ξάδερφός του. Ήθελε να περάσει απαρατήρητος, καθώς η έρευνα του ήταν σημαντική και πλέον όλους τους θεωρούσε ύποπτους. Περπάτησε αργά και σταθερά περνώντας από τα μπουντρούμια γνωστών κατάδικων, στην αποτυχημένη του προσπάθεια να μην τους ξυπνήσει. Παραπονεμένες φωνές ακολούθησαν τον γρήγορο, πλέον, βηματισμό του, μέχρι που έφτασε στο πιο απόμακρο κελί. Η μυρωδιά της άπλυτης σάρκας ήταν έντονη, αλλά δεν ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις αμέτρητες μέρες μάχης στα σύνορα της Γαλλίας, που είχε βιώσει ο ίδιος.

Μια γυναικεία μορφή βρισκόταν στο βάθος του κελιού. Το βλέμμα χαμηλωμένο, φάνταζε παραδομένη στη δύστυχη και άδικη καταδίκη της. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν μπροστά στο ταλαιπωρημένο της πρόσωπο, καθώς το αδύναμο φως του κεριού τα άγγιξε ελαφρώς, αλλά αρκετά για να σιγουρευτεί ο πρίγκιπας πως αυτή ήταν που έψαχνε. Άφησε το κερί και κάθισε στο βρόμικο έδαφος μπροστά στα κάγκελα του κελιού. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν είχε οδηγήσει πουθενά τις τελευταίες ημέρες, οπότε αναγκάστηκε να στραφεί σε αυτή τη λύση. Ήταν η μόνη του ελπίδα, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε μέχρι στιγμής.

<<Λεανόρ>> ψιθύρισε και η νεαρή σήκωσε ελάχιστα το βλέμμα της με την έκπληξη στα μάτια της να είναι εμφανή. Δεν περίμενε καμία επίσκεψη πόσο μάλλον τη συγκεκριμένη. Από τότε που την έκλεισαν στη φυλακή, η κοπέλα δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. Κανείς δεν τις είχε απευθύνει το λόγο πέρα από μερικούς φυλακισμένους που τα χρόνια εγκλεισμού τους είχαν οδηγήσει στην παράνοια.

<<Μεγαλειότατε, τι κάνετε εδώ;>> αναφώνησε και πλησίασε τα κάγκελα του κελιού. Ο Καρλομάν της έκανε νόημα να μιλάει πιο ήσυχα, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τους ακούσουν, αφού αυτά που ήθελε να συζητήσει θα έπρεπε να παραμείνουν μεταξύ τους και μόνο. Αφού κατάφεραν να σκοτώσουν τον ίδιο τον Βασιλιά μέσα στο παλάτι, σήμαινε πως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν γύρω του.

Ο ΘρόνοςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt