Κεφάλαιο XXXI

70 2 9
                                    

Ελάχιστο φως υπήρχε γύρω τους λόγω του φεγγαριού και έτσι οι φιγούρες τους ήταν σκοτεινές και διακρίνονταν με δυσκολία από μακριά.

Ο Κάρολος γέλασε δυνατά, χωρίς να κάνει κάποια κίνηση να αρπάξει το μαχαίρι από τα χέρια της Ελίσα.

<<Αλήθεια πιστεύεις πως μπορείς να με σκοτώσεις; Δεν είσαι δολοφόνος Ελίσα.>> είπε και εκείνη πίεσε περισσότερο την παγωμένη λεπίδα στο λαιμό του.

<<Έτσι πίστευα και για εσένα, αλλά είμαι σίγουρη πως εσυ σκότωσες τον Βασιλιά στον ύπνο του. Πόσο δειλό δεν νομίζεις;>> του είπε με θυμό και εκείνος συνέχισε να γελά.

<<Και όχι μόνο αγαπητή μου, εγώ έδωσα τέλος στην μητέρα σου και την Κυρία επί των Τίμων σου, πιστεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο πως θα καταρρεύσεις. Πως δεν θα αντέξεις να γίνεις Βασίλισσα.>> η Ελίσα τον κοίταξε έκπληκτη. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά της θα λέρωνε τα χέρια του με αίμα και θα άντεχε να σκοτώσει τόσες αθώες ψυχές.

<<Και αφού δεν τα κατάφερες αποφάσισες να με σκοτώσεις για να τελειώνεις μια και καλή, σωστά αγαπημένε ξάδερφε;>> αναφώνησε με απογοήτευση στα μάτια της.

<<Τι θα κάνεις τώρα αγαπητή μου Βασίλισσα πως θα μου κόψεις το λαρύγγι όταν τα χέρια σου τρεμουν;>> αναφώνησε και την έπιασε από τη γυμνή της μέση τραβώντας τη κοντά του. <<Εμπρός λοιπόν σε προκαλώ σκότωσε με. Δώσε ένα τέλος. Τώρα!>> είπε και απέκτησε ένα αρρωστημένο χαμόγελο.

Η Λόρελαϊ ερχόταν για να καθαρίσει την κυρά της όταν αντίκρισε τη σκηνή. Τα πόδια της έμειναν στη θέση τους σαν από πέτρα και δεν κούνησε ρούπι για μερικά δευτερόλεπτα. Μεχρι που αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια και έτρεξε να φωνάξει όποιον θα έβρισκε μπροστά της.

<<Πίστεψέ με αγαπητή, θα σε είχα σκοτώσει εδώ και πολύ καιρό, αν φυσικά δεν με πρόδιδαν. Για αυτό και αποφάσισα για πρώτη φορά να αναλάβω από μόνος μου τη δολοφονία.>> τα χέρια του κατευθύνθηκαν στις καμπύλες του σώματος της και η Ελίσα πίεσε το μαχαίρι περισσότερο στο λαιμό του, μέχρι που μια σχισμή δημιουργήθηκε στη σάρκα του.

<<Αν δεν θες να πας στην κόλαση μια ώρα αρχίτερα, απομάκρυνε τα χέρια σου αμέσως!>> φώναξε ο Καρλομάν με τη βραχνή φωνή του και πλησίασε το άνδρα με φανερή την οργή του. Ταυτόχρονα η Λόρελαϊ έτρεξε κοντά στην Ελίσα για να την ντύσει.

Ο ΘρόνοςWhere stories live. Discover now