Κεφάλαιο XXVII

32 2 0
                                    

Ο πόλεμος συνεχίζεται. Πλέον έχω χάσει τον αριθμό των στρατιωτών που έχουν πεθάνει στη μάχη. Οι Νορμανδοί είναι αδίστακτοι. Βέβαια το γνώριζα αυτό, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος μαζί τους. Αλλά αυτή τη φορά φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρουμε.

Ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της, ενώ το κερί έλιωνε δίπλα της.

Δίνουν την εντύπωση πως δεν φοβούνται τίποτα απολύτως. Ούτε το θάνατο και ανάμεσά τους έχουν και γυναίκες πολεμίστριες. Αν σε είχα κοντά μου η νίκη θα ήταν σίγουρη. Τώρα, όμως, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για τίποτα. Φοβάμαι για τα χειρότερα. Ελπίζω εσύ και το μωρό μας, να τρέφεστε καλά και να σας προσέχει συνεχώς ο Λουδοβίκος. Εσύ είσαι η παρηγοριά μου.

Αυτό ήταν το τελευταίο γράμμα που η Ελίσα είχε δεχτεί και το κρατούσε σαν φυλαχτό μαζί της, συνεχώς. Τοποθετημένο στην τσέπη του φουστανιού της, το διάβαζε ξανά και ξανά στους περιπάτους της και ήλπιζε όσα της είχε γράψει να μην είναι αλήθεια. Ήλπιζε να ήταν μια πλάκα που θα τελείωνε σύντομα.

~

Ο Καρλομάν κατέβηκε αργά από το άλογό του και δύο Νορμανδοί των πλησίασαν. Έμοιαζαν με γίγαντες στα μάτια του, παρόλο που ο ίδιος ήταν ψηλός άνδρας. Τον οδήγησαν έως τη σκηνή του αρχηγού τους.

<<Χαίρε Βασιλιά της Γαλλίας! Κάθισε.>> αναφώνησε ευδιάθετα ένα ψηλός άνδρας, με ξανθά μακριά μαλλιά σε πλεξούδες και γένια. Είχε έρθει πολλές φορές αντιμέτωπος μαζί του στο πεδίο της μάχης και σίγουρα έμεινε έκπληκτος όταν κατάλαβε πως μιλούσε τη γλώσσα του. Του υπέδειξε εύθυμα μια θέση απέναντί του και ο Καρλομάν έπραξε αναλόγως.

Τον είχαν καλέσει για να συζητήσουν την περίπτωση ανακωχής και για να είναι σίγουροι πως δεν θα τον σκότωναν, οι Νορμανδοί είχαν στείλει τον ανιψιό του αρχηγού στο στρατόπεδο των Γάλλων. Εάν πάθαινε κάτι ο Βασιλιάς τους θα είχαν το δικαίωμα να σκοτώσουν τον ανιψιό.

<<Οφείλω να το παραδεχτώ Βασιλιά πως οι ικανότητες σου στη μάχη είναι αξιοθαύμαστες, σε αντίθεση φυσικά με το στρατό σου, που χωρίς εσένα δεν άντεχε τόσους μήνες εναντίον μας.>> είπε και έκανε νόημα σε μια νεαρή κοπέλα να βάλει αλκοόλ στις κούπες τους.

<<Ευχαριστώ πολύ για την φιλοφρόνηση.>> είπε και ήπιε μια γουλιά.

<<Πάντως πραγματικά δεν ξέρω πως είσαι νότιος. Αν δεν γνώριζα πως είσαι ο Βασιλιάς τους θα σε μπέρδευα με δικό μου.>> συνέχισε και η μπύρα ξέφυγε από το ποτήρι του, καθώς την έπινε και άγγιξε τη γενειάδα του.

<<Πιστεύω πως δεν ήρθα εδώ για να μου πεις πως μοιάζω με τη φυλή σου.>> απάντησε ο Καρλομάν και τον κοίταξε με τα σκληρά του μάτια.

<<Έχεις δίκιο. Έχω μια πρόταση.>> είπε και έγειρε κοντά <<Θα κρατήσουμε τα εδάφη που λεηλατήσαμε και δεν θα επεκταθούμε υπό έναν όρο.>>

<<Σε ακούω.>>

<<Γνωρίζω πως η γυναίκα σου είναι χάρμα οφθαλμών, για αυτό και έχω να κάνω την εξής πρόταση. Η πρώτη κόρη που θα αποκτήσεις θα παντρευτεί έναν από τους γιούς μου. Εάν η γυναίκα σου είναι έτσι όπως την περιγράφουν και η νεαρή αποκτήσει τον χαρακτήρα και την πυγμή σου, είμαι σίγουρος πως θα είναι αντάξια ενός Βορείου. Τι λες;>>

~

Τρεις μήνες είχαν περάσει απο τότε που η Ελίσα έλαβε το γράμμα και η ίδια περιπλανιόταν στους κήπους με τη συντροφιά της Λόρελαϊ. Κρατούσε σφιχτά το γράμμα στην τσέπη του φουστανιού της και συζητούσε μαζί με τη νεαρή, όταν ξαφνικά άκουσε φωνές από μακριά.

<<Λόρελαϊ, σε παρακαλώ συνόδευσέ με έως την πύλη.>> ζήτησε από την κοπέλα και ξεκίνησε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν ξαφνικά είδε στρατό στην είσοδο. Αμέτρητοι χτυπημένοι και μη άνδρες. Εκεί ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Βασιλιάς της. Πάνω στο μαύρο του άλογο, με τη στολή του γεμάτη αίματα και το πρόσωπό του σημάδια. Κοιτούσε γύρω του απεγνωσμένα μέχρι που το βλέμμα του ενώθηκε με το δικό της.

Ο ΘρόνοςWhere stories live. Discover now