Κεφάλαιο II

117 10 2
                                    

Στην πανέμορφη Γαλλία με τους πέτρινους δρόμους και τα μικρά μαγαζιά περιπλανιώταν η μορφή της. Τα μαύρα κυματιστά μαλλιά της λικνίζονταν με χάρη απέναντι στο άνεμο. Το γλυκό της χαμόγελο αποτυπωμένο στο πορσελάνινο πρόσωπό της. Καθώς διασχίζει αυτούς τους πετρινους δρόμους όλα τα αρσενικά μάτια μαγνητίζονται από την ομορφιά της, τόσο που καταλήγουν να εκφράζουν σχόλια προς το πρόσωπό της και αρκετά από αυτά να είναι χυδαία. Ωστόσο η νεαρή συνεχίζει τον δρόμο της ακάθεκτη χωρίς να επηρεάζεται από αυτά. Μπροστά της συναντά μια γνώριμη μορφή και σπεύδει να χαιρετήσει.

«Καλημέρα κυρία Φλόρα» η γυναίκα την κοίταξε αμέσως με τα πράσινα μάτια της και το πρόσωπό της έλαμψε μονομιάς. «Ελίσα τι κάνεις χρυσό μου; Πως είναι η μητέρα σου; Δεν πρόλαβα να έρθω να την δω τις τελευταίες μέρες είχα πολλές υποχρεώσεις. » η φωνή της γλυκιά και ανήσυχη. «Λόγω του άνδρα σας; Άκουσα πως αρρώστησε πρόσφατα.» έπιασε διακριτικά τις τσάντες που κρατούσε η κυρία Φλόρα για να την βοηθήσει. Ήταν γεμάτες λαχανικά και φρούτα προδίδοντας την προηγούμενη επίσκεψη της γυναίκας.

Το πρόσωπο της συνοφρυώθηκε, αφού επεξεργάστηκε την ερώτηση της νεαρής. «Α τον βλάκα τέτοιες φήμες μεταδίδει; Μην ανησυχείς, κοπέλα μου, δέκατα έχει και κάνει σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου.» η νεαρή χαμογέλασε και συνέχισε να ακούει τα παράπονα της κυρίας Φλόρας για τον άνδρα της και τις παραισθήσεις του. Μέχρι που έφτασαν μαζί στο σπίτι της γυναίκας. «Σε ευχαριστώ καλή μου Ελίσα.» η κυρία Φλορα πάντοτε ευγενική και καλόκαρδη μπήκε μέσα στο φτωχικό της έτοιμη να κατσαδιάσει, σε απλά λαϊκά, τον άνδρα της.

Έφτασε γοργά έξω από την μονοκατοικία στην οποία ζούσε και μπήκε μέσα. «Μητέρα γύρισα!» πλησίασε την κουζίνα της ,διακοσμημένη με όμορφα σκαλιστά ξύλινα έπιπλα και άφησε την τσάντα της στην άκρη. Ξέσφυξε μονομιάς τον κορσέ που την δυσκόλευε να πάρει φυσιολογικές ανάσες. Μια εκπνοή ανακούφησης ξέφυγε από τα χείλη της. Έπλεξε με τα χέρια της τα ατίθασα μαλλιά της παραμερίζοντάς τα από το πρόσωπό της. Αθόρυβα πλησίασε την κάμαρη της μητέρας της και άνοιξε την πόρτα.

«Γλυκιά μου γύρισες.» η μητέρα της χαμογέλασε κάνοντας εμφανή τις ρυτίδες στο πρόσωπό της, ενώ το σώμα της ξεκουραζόταν στο σκληρό της κρεβάτι. Η Ελίσα την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Χάιδεψε το πρόσωπο της μητέρας της με στοργή και εκείνη με τη σειρά της έπιασε το χέρι της λατρεμένης της κόρης.

Ο ΘρόνοςWhere stories live. Discover now