Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 5ο)

157 23 3
                                    

«Δεν χρειάζεται να πας, σε παρακαλώ. Δεν έχω καλό προαίσθημα». Η Φατιμά προσπαθούσε μάταια να πείσει τον νεαρό σύζυγό της να παραμείνει στο σπίτι και να μην ακολουθήσει τους υπολοίπους στην επιχείρηση. «Ας μην πας μια φορά κι εσύ».

Ο Νικόλας, με τις σφαίρες περασμένες στο στήθος, κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Φατιμά, σε παρακαλώ, καλή μου. Τα έχουμε συζητήσει αυτά. Πρέπει να πάω. Θέλω να πάω».

«Ανησυχώ για 'σένα», του εξομολογήθηκε με τα καταγάλανα μάτια της βουρκωμένα. «Σε παρακαλώ».

«Κάθε μέρα ανησυχείς για 'μένα. Δεν είναι κάτι διαφορετικό».

«Σήμερα είναι αλλιώς. Δεν νιώθω καλά», επέμεινε εκείνη.

Ο Νικόλας ξεφύσησε και έριξε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα στον αδερφό του, που εκείνη την ώρα έπαιζε με τον γιο του. Ο Μάνος σήκωσε τον μικρό στους ώμους του και πλησίασε την νεαρή κοπέλα με τα γαλανά μάτια και τη φουσκωμένη κοιλιά.

«Κοπέλα μου, παντρεύτηκες αγύριστο κεφάλι τι να σε κάνω;», αστειεύτηκε. «Μην ανησυχείς, θα στον προσέχω εγώ. Βήμα δεν θα τον αφήσω να κάνει χωρίς εμένα», σκούντηξε τον Νικόλα χαμογελώντας. «Εσύ πρόσεχε τον εαυτό σου και το μωρό, κι εγώ θα σου τον φέρω πίσω».

Λίγο μετά το μεσημέρι, φόρτωσαν το τζιπ, άφησαν τη Φατιμά με τη γιαγιά της και τον μικρό στο σπίτι και κατευθύνθηκαν νοτιοανατολικά, αφήνοντας πίσω τους ένα κόκκινο σύννεφο σκόνης ως μοναδική υπενθύμιση της ύπαρξής τους.

Τα λιοντάρια της Ροζάβα*, όπως ονόμαζαν την εθελοντική τους ταξιαρχία στα δυτικά, εκείνη τη μέρα θα πραγματοποιούσαν επίθεση νοτιοανατολικά του Αλ Χάμις. Δεν ήταν οργανωμένη επίθεση. Αυτό το γνώριζαν όλοι.

Στο κοντινότερο χωριό συναντήθηκαν με άλλους δέκα Κούρδους εθελοντές, που τους εφοδίασαν εκ νέου με όπλα και σφαίρες των σκοτωμένων τους συντρόφων. Πάνω από το ερημικό χωριό με τα βομβαρδισμένα σπίτια, ο ήλιος έκαιγε αδυσώπητα τα πρόσωπά τους, χαράσσοντας την πορεία του ανεπηρέαστος από τις συμφορές των ανθρώπων.

Είχαν πληροφορηθεί ότι μια ομάδα τζιχαντιστών θα διέσχιζε την περιοχή το πρωί της επόμενης μέρας, λίγο πιο έξω από το χωριό. Το σχέδιο είχε ως εξής: Θα κατασκήνωναν εκεί για το βράδυ και τα ξημερώματα θα κατευθύνονταν κρυφά στην περιοχή όπου θα γινόταν η επίθεση. Δεν υπήρχε καμία εναλλακτική.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς το χωριό, ο Μάνος αρνούνταν πεισματικά να κοιτάξει την Αμάλ, που, σαν να τον προκαλούσε, μιλούσε συνεχώς στον Μπαράν και γελούσε με κάθε του αστείο. Δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται σαν ξένος εισβολέας στη σχέση τους, μια σχέση που είχε χτιστεί πολύ πριν έρθει εκείνος.

Οι χορδές της νύχταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora