Πράσινα μάτια

1.3K 94 21
                                    

«Παππού, πώς σου ακούγεται αυτό;», ρώτησα τον ηλικιωμένο άντρα με τα λευκά ράστα, που στεκόταν απέναντί μου και γέμιζε δύο κούπες με αχνιστό κακάο. Μετέφερα το μπαρέ μου στο δεύτερο τάστο και τράβηξα όλες τις χορδές, εκτός από την έκτη.

«Σι ματζόρε εβδόμης;» Ίσιωσε το παχύ μουστάκι του κι έκανε έναν μορφασμό περιφρόνησης. «Πολύ μπλουζ».

Αναστέναξα παραιτημένη και ξάπλωσα ανάσκελα στο στρώμα μου, που παρέμενε ξέστρωτο απ' το πρωί. «Τίποτα δε σου αρέσει πια», παραπονέθηκα κι έσφιξα την κιθάρα μου στην αγκαλιά μου. «Πού πήγε ο παλιός καλός παππούς μου, που έβρισκε όλες τις συνθέσεις μου ακράδαντο αποδεικτικό στοιχείο του μουσικού ταλέντου μου;»

Εκείνος γέλασε, θυμούμενος τα λόγια του. «Έλα, μικρή Χέντριξ». Έτσι με έλεγε πάντα. Κάθισε δίπλα μου, τείνοντας προς το μέρος μου την κούπα με το λαχταριστό ρόφημα. «Όλοι γράφουν καλύτερη μουσική μετά από λίγο ζεστό κακάο με πολλή πολλή ζάχαρη», με συμβούλευσε χαμογελαστός και μου έκλεισε το μάτι.

Η ζωή σε ένα βαν δεν μπορώ να πω ότι ήταν ακριβώς άνετη. Σίγουρα, δεν ήταν για όλους. Οι μετακινήσεις από τόπο σε τόπο ήταν τόσο συχνές, που πολλές φορές ξεχνούσα σε ποια πόλη βρισκόμασταν, ή πότε φτάσαμε εκεί. Ο χώρος ήταν περιορισμένος, η ασφάλεια σχεδόν ανύπαρκτη και, πολλές φορές, η επικινδυνότητα στους δρόμους υπερβολικά αυξημένη. Ωστόσο περιελάμβανε πολλά ταξίδια και μουσική, και έτσι, αφού είχα μαζί μου τον άνθρωπο που στάθηκε δίπλα μου σαν πατέρας και που -προφανώς- αγαπούσα περισσότερο στον κόσμο, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη.

Σχεδόν, δηλαδή. Γιατί απλά υπήρχαν και εκείνες οι στιγμές που ένιωθα εντελώς χαμένη. Σαν φτερό που το παρασέρνει ο άνεμος κι εκείνο τον ακολουθεί χωρίς να προβάλλει αντιστάσεις. Που παραδίνεται, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά στο πεπρωμένο του.

Εκείνη τη νύχτα κατασκηνώσαμε σε ένα κάμπινγκ λίγο πιο έξω από το κέντρο της Αθήνας. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ την πρωτεύουσα, αλλά είχα ήδη μαγευτεί από τα πολύχρωμα φώτα των νυχτερινών δρόμων της. Ανυπομονούσα να περιπλανηθώ στις πλατείες και τα στενά της, με την κιθάρα μου περασμένη στον ώμο, να ανακατευτώ με το άγνωστο πλήθος της και να μοιραστώ τη μουσική μου με ένα νέο κοινό. Το λάτρευα όταν ταξιδεύαμε σε μια νέα πόλη. Διψούσα να την ανακαλύψω.

Κυρίως, όμως, διψούσα να ανακαλύψω πού βρισκόταν αυτός. Είχε περάσει κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος. Μου έλειπε.

Οι χορδές της νύχταςWhere stories live. Discover now