Μείνε μακριά του

491 73 57
                                    

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ξεχνούσα ποτέ αυτό το βλέμμα. Άλλωστε, και να ήθελα, δεν θα μπορούσα. Αυτά τα μάτια ήταν αδύνατο να λησμονηθούν.

Ανάμεσα στο σκοτάδι που επικρατούσε στο χώρο και τα θαμπά φώτα του μπαρ, τα μάτια του έμοιαζαν με δύο κοφτερά κομμάτια σμαραγδιού, έτοιμα να διαλυθούν σε χιλιάδες πράσινα θραύσματα από στιγμή σε στιγμή.

Βρισκόμασταν σε απόσταση αναπνοής. Μπορούσα να εισπνεύσω το άρωμά του. Ένα μείγμα τσιγάρου και ισχυρού άφτερ-σέιβ.

Από κοντά, ήταν ακόμη πιο ψηλός. Το κεφάλι μου ίσα που έφτανε στο στήθος του. Και ακόμη πιο όμορφος. Αν οι αρχαίοι Έλληνες θεοί είχαν πρόσωπο, θα ήταν το δικό του. Τα ψηλά ζυγωματικά του διαγράφονταν έντονα κάτω από τα σκούρα γένια του, που μόλις άρχιζαν να βγαίνουν, τονίζοντας τις γωνίες του προσώπου του. Είχε δέσει τα καστανά μαλλιά του σε μια περιποιημένη κοτσίδα, αφήνοντας κάποιες ατίθασες τούφες να πέφτουν μπροστά από τα φρύδια και τα μάτια του.

Τα χαρακτηριστικά του ηρέμησαν αμέσως. Το βλέμμα του πλανήθηκε σε όλο μου το σώμα και ύστερα πίσω στο πρόσωπό μου. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του και η λευκή οδοντοστοιχία του ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τη μαυρισμένη του επιδερμίδα. «Πού είναι η κιθάρα σου;»

Με παραξένεψε ο τρόπος που πρόφερε το κι, περισσότερο σαν παχύ τσι. Δεν είχα ακούσει κανέναν άλλο στην Αθήνα να μιλάει έτσι. Η φωνή του ήταν βραχνή. Δεν ξέρω αν ήταν απλά η χροιά του, ή αν αυτό ήταν αποτέλεσμα του καπνίσματος. Έφερε ένα αναμμένο τσιγάρο στα χείλη του. Παρατήρησα ότι στον λαιμό του, μέσα από το μαύρο πουκάμισο που φορούσε, ήταν περασμένος ένας χρυσός σταυρός.

Χαμογέλασα αμυδρά. Με θυμόταν. Το στόμα μου ξεράθηκε. Πήγα να απαντήσω, αλλά με σταμάτησε η απορημένη έκφραση που πήρε ξαφνικά το πρόσωπό του. Το κάτω χείλος του σούφρωσε ελαφρώς και τα φρύδια του έσμιξαν μεταξύ τους. Εστίασε έντονα σε ένα σημείο πίσω μου και φύσηξε αργά τον καπνό, δημιουργώντας ένα σύννεφο μπροστά απ' το πρόσωπό του.

Γύρισα το κεφάλι μου παραξενεμένη και είδα τον αδερφό μου που, περικυκλωμένος τώρα από μία παρέα γεμάτη αγνώστους, τον κοίταζε εχθρικά.

Γύρισα ξανά προς το μέρος του μελαχρινού με τα πράσινα μάτια. Δεν είχε κουνηθεί απ' τη θέση του. Οι δυο τους έμοιαζαν να αναμετριούνται με τα μάτια.

Γνωρίζονταν; Αυτό κι αν ήταν σύμπτωση. Αν και, με τον τρόπο που κοιτάζονταν, δεν μου φαίνονταν για απλοί γνωστοί. Είχαν προηγούμενα μεταξύ τους;

Οι χορδές της νύχταςUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum