Υπό την προστασία μου

347 45 28
                                    

Ο Μάνος στεκόταν γερμένος στο κατώφλι της πόρτας. Φαινόταν ιδρωμένος. Το πρόδιδαν οι σταγόνες που γυάλιζαν στους κροτάφους του. Το μαύρο του πουκάμισο είχε αντικατασταθεί από ένα μαύρο αμάνικο μπλουζάκι που σχεδόν εκθείαζε τους μυς των χεριών του. Τα καστανά μαλλιά του ήταν πάλι πιασμένα πρόχειρα σε μια κοτσίδα, αλλά μερικές ατίθασες τούφες είχαν ξεγλιστρήσει και κολλούσαν στο μέτωπό του.

Αναπόφευκτα κάτι σκίρτησε μέσα μου, βλέποντάς τον ακριβώς όπως ήταν την πρώτη φορά που τον αντίκρισα στην πλατεία με τα περιστέρια. Τότε που έπαιζα την κιθάρα μου και ο παππούς ήταν δίπλα μου. Τότε που δεν ήξερα τίποτα. Είχε περάσει μόλις μία μέρα, μα μου φαινόταν σαν μια ολόκληρη ζωή.

Σήκωσε κάπως αμήχανα το βλέμμα του. Δεν τον είχα συνηθίσει με αυτό το ύφος.

Πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους και ίσιωσε την πλάτη του ορθώνοντας το σώμα του σε όλο του το μεγαλείο. Έτριψε τον αυχένα του. «Πέρασα για... είστε όλοι εντάξει;»

Τα καταπράσινα μάτια του συνάντησαν κατευθείαν δικά μου. Μόνο τότε κατάλαβα πως είχα κοκαλώσει στη θέση μου και τον χάζευα σαν να ήταν έργο τέχνης.

Μα τι χαζή που ήμουν. Ο αδερφός μου ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου, τυλιγμένος με γάζες και χαρακωμένος σε όλη την κοιλιακή χώρα του, είχε μόλις ξυπνήσει, πονούσε και χρειαζόταν τη βοήθειά μου, και εγώ καθόμουν και κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό έναν άγνωστο. Εντάξει, έναν ωραίο άγνωστο. Δεν είναι αυτό το θέμα μας.

Γύρισα το κεφάλι μου απ' την άλλη και χάιδεψα τρυφερά τα μαλλιά του Αλέξη. «Πώς νιώθεις;», του ψιθύρισα έτοιμη να βάλω ξανά τα κλάματα. Παρά τα όσα είχαν συμβεί, ένιωθα πραγματικά χαρούμενη που τον είχα δίπλα μου.

Ένα αδύναμο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Νεφ, εσύ είσαι; Ν... νόμιζα πως ήταν όνειρο. Μη φύγεις...»

Έβηξε κάνοντας έναν μορφασμό πόνου. Του έδωσα να πιει λίγο νερό ακόμη και συνέχισα να του χαϊδεύω τα μαλλιά. «Σσς, δεν θα φύγω».

Έκλεισε ήρεμα τα μάτια του ξανά. Εγώ έριξα μια στραβή, φευγαλέα ματιά προς τον Μάνο. Η παρουσία του με αποσυντόνιζε.

«Μάνο, πρώτη φορά έρχεσαι! Δεν πίστευα πως θα κρατούσες τη διεύθυνση!», άκουσα την έκπληκτη και ταυτόχρονα εύθυμη φωνή του Φοίβου. «Όλα υπό έλεγχο. Έλα, πέρνα μέσα», τον προσκάλεσε εγκάρδια.

Ο Μάνος πέρασε το κατώφλι γνέφοντας καταφατικά. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Ακούμπησα το ποτήρι στο τραπεζάκι και χωρίς να στρέψω το κεφάλι μου, κοίταξα πλάγια την ψηλή φιγούρα του.

Οι χορδές της νύχταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora