Φόβοι και αναστολές

200 25 17
                                    

Παρόν (Νεφέλη)

Αναστέναξα. Όσην ώρα μου αφηγούνταν εκείνη την παράξενη ιστορία, που έμοιαζε με αμερικανική ταινία θρίλερ για τα τεκταινόμενα της Εγγύς Ανατολής, τα τρεμάμενα χείλη μου παρέμεναν μισάνοιχτα. Ο νους μου αδυνατούσε να συλλάβει εκείνη την αλήθεια.

Γνώριζα τον Μάνο σχεδόν μόλις δύο βδομάδες, μα από την πρώτη στιγμή είχα αισθανθεί μία παράξενη και απροσδόκητη οικειότητα μαζί του, σαν να τον γνώριζα από πάντα. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ μού φάνηκε, για πρώτη φορά, σαν ξένος. Ένας ξένος ολότελα απόμακρος και αφιλόξενος, με μία δική του ιστορία της οποίας δεν είχα κανένα δικαίωμα να είμαι μέρος.

Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που βρισκόταν μπροστά μου; Ιδέα δεν είχα πλέον.

Έμεινε να κοιτάζει το κενό ανέκφραστος. Μόνο τα δάκρυα που έτρεχαν τα μάτια του και τα χείλη του, που πίεζαν με δύναμη το ένα το άλλο, έδιναν ένα σημάδι ζωής. Έμοιαζε τόσο χαμένος στις σκέψεις του, που δεν μπόρεσα παρά να αισθανθώ παρείσακτη στη στιγμή του.

Είχε μία ολόκληρη οικογένεια, έναν αδερφό, μία γυναίκα που αγαπούσε τόσο πολύ και μαζί της είχε και ένα παιδί. Και τους είχε χάσει όλους.

Αν είχα έναν ορθολογικό τρόπο σκέψης, θα τον ρωτούσα τι ακριβώς συνέβη μετά τον χαμό των δικών του και πώς βρέθηκε από εκεί μπλεγμένος με τον υπόκοσμο της Αθήνας, όπως ο αδερφός μου. Πώς κατάφερε να φύγει από τη Συρία και τι γύρευε πίσω στην Ελλάδα, αν δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει στην Κρήτη. Ωστόσο, εγώ δεν κατάφερα ποτέ να σκεφτώ με αυτόν τον τρόπο. Πάντοτε παρασυρόμουν από το συναίσθημα.

Αντί, λοιπόν, να ζητήσω περαιτέρω εξηγήσεις, άγγιξα δειλά τον ώμο του, από φόβο μην αντιδράσει όπως την προηγούμενη φορά. Έβλεπα πως δεν είχε τη δύναμη να συνεχίσει. Το στήθος του σφιγγόταν και ο ίδιος αδυνατούσε να αρθρώσει έστω και μία συλλαβή.

«Δεν χρειάζεται να συνεχίσεις. Δεν ξέρω τι να πω. Λυπάμαι πολύ...», ήταν τα μόνα λόγια που κατάφερα να ξεστομίσω, ρουφώντας τη μύτη μου. Η αλήθεια ήταν ότι δεν περίμενα μία τέτοια αποκάλυψη εκ μέρους του και ήμουν φανερά σοκαρισμένη. Με ήξερε ελάχιστα και δεν φαινόταν άνθρωπος που ανοιγόταν εύκολα. Άλλωστε κι εγώ η ίδια ποτέ δεν φαντάστηκα τι τροπή είχε πάρει η ζωή του, όταν τον ρώτησα για την Αμάλ. «Δεν φαντάστηκα ότι...» Άφησα τη φράση μου ημιτελή. Δεν είχα ιδέα πώς έπρεπε να συνεχίσω και έτσι, όπως είχε κάνει κι εκείνος πολλές φορές έως τώρα, προτίμησα να αφήσω τη σιωπή να γεμίσει το κενό ανάμεσά μας.

Οι χορδές της νύχταςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant