Η δικηγόρος

301 33 22
                                    

(Μάνος)

«Ήθελα να 'ξερα τι σου έφταιξε το κοριτσάκι, ρε μαλάκα, ειλικρινά», μου φώναξε ο φίλος μου απογοητευμένος.            
«Αν έβλεπες το πρόσωπό της χθες, τον τρόπο που σε κοίταζε... Σαν υπνωτισμένη ήταν. Φοβήθηκε για εσένα, το είδα. Εκείνη σε κοιτάζει λες και είσαι φτιαγμένος από χρυσό, κι εσύ τι πας και κάνεις; Γίνεσαι ένα τέρας και πας και τη φοβίζεις. Κι αυτό γιατί; Γιατί απλά δε σε νοιάζει. Δε σε νοιάζει τι θα πάθεις, τι αντίκτυπο θα έχει στους γύρω σου. Αφήνεις πίσω σου μόνο συντρίμμια. Είσαι ανοιχτή πληγή και το ξέρεις πολύ καλά. Αφού δεν το αντέχεις, γιατί την πλησιάζεις; Και μη μου πεις όχι, εντάξει; Τη πλησιάζεις και την κάνεις να σ' ερωτεύεται, λες και είσαι ικανός να της το ανταποδώσεις. Αυτή είναι άβγαλτη, ρε Μάνο. Άμα την αφήσεις, άμα για σένα είναι απλά ένας αντιπερισπασμός για να ξεχάσεις, θα τη σημαδέψεις για μια ζωή. Επειδή πληγώθηκες εσύ, δηλαδή, πρέπει να πληγωθούν και όλοι οι άλλοι;», συνέχισε θυμωμένος το παραλήρημά του.

«Κόφ' το».

«Α, όχι. Θα τ' ακούσεις. Δε στρέφεται όλος ο κόσμος γύρω σου, κατάλαβέ το. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι. Άνθρωποι που πληγώνονται. Αν έβλεπες πώς ήσουν χθες, θα ντρεπόσουν. Ελπίζω δηλαδή. Ειλικρινά στο λέω, αν δεν είχα σοβαρό λόγο, σιγά μην την άφηνα μόνη της μαζί σου!»

«Δε θα τη πείραζα ποτέ και το κατέχεις!», αντιγύρισα θυμωμένος.

Ο Μπόκα κάγχασε. «Παίρνεις όρκο;»

Ξεφύσησα.

«Βλέπεις;», συνέχισε. «Κοίτα εδώ κατάσταση», έδειξε τα αποτσίγαρα στο τασάκι μου.«Σταμάτα τη αυτή τη μαλακία, επιτέλους! Σε σκοτώνει. Ήθελα να 'ξερα, ρε Μάνο, ειλικρινά. Τι νομίζεις; Ότι έτσι θα καταφέρεις να τους φέρεις πίσω;»

Για πρώτη φορά σήκωσα το βλέμμα και τον κοίταξα στα μάτια. «Με βοηθάει να ξεχνιέμαι», παραδέχτηκα και ο φίλος μου με κοίταξε θλιμμένα.

«Έχεις παραιτηθεί, το ξέρεις; Δε σε ενδιαφέρει τίποτα πια», συμπέρανε.

«Αυτό είναι ψέμα. Νοιάζομαι για σένα και τον αδερφό σου».

Ο Μπόκα χαμογέλασε ειρωνικά. «Τότε θα ξέρεις ότι ο μπάσταρδος που βίασε τον Νταν αφέθηκε σήμερα ελεύθερος, λόγω καλής διαγωγής».

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα.

Ένευσε καταφατικά σαν να βεβαιωνόταν. «Ασ' το ρε Μάνο, ασ' το».

«Λυπάμαι».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θέλω να λυπάσαι. Να θυμάσαι θέλω. Σαν αδερφό μου σ' έχω απ' όταν πάτησα το πόδι μου σ' αυτήν την καταραμένη χώρα. Να θυμάσαι ότι το παρελθόν είναι για να το αφήνουμε πίσω και να προχωράμε μπροστά. Να θυμάσαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που σε νοιάζονται, που σε χρειάζονται. Άνθρωποι ζωντανοί. Σαν εμένα. Σαν τη μάνα σου. Τους άλλους...», δίστασε να συνεχίσει. «Τους άλλους πρέπει να τους αφήσεις πίσω, όπως έκανα κι εγώ. Δεν θα ήθελαν να σε βλέπουν έτσι».

Οι χορδές της νύχταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora