Παράξενα βλέμματα

332 34 26
                                    

Περίμενα υπομονετικά τις εξηγήσεις που θα ακολουθούσαν, προσπαθώντας να μην διαμορφώσω εκ των προτέρων μία δική μου υπόθεση για το πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα, αλλά ένας Θεός ήξερε πόσο έτρεμε το σώμα μου από την αγωνία.

Έγειρα προς τα μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες μου στην επιφάνεια του τραπεζιού, που ζεμάταγε από τον ήλιο του μεσημεριού. Έπρεπε να δείξω στον αδερφό μου ότι πλέον δεν είχε περιθώρια να μου κρυφτεί. Ότι είχα καταλάβει τα πάντα, αν και αυτό δεν ίσχυε στην πραγματικότητα.

Υποπτευόμουν ότι είχε κανονίσει να βρεθεί με τον Μπογδάνο κρυφά από την παρέα του και, αφού δεν ήθελε να το μάθει κανείς, το θέμα αφορούσε μάλλον τα ναρκωτικά. Ίσως είχε φτάσει σε απελπιστικό σημείο για να ζητήσει δόση από ένα κάθαρμα, έναν δολοφόνο, σαν τον Μπογδάνο.

Μέχρι αυτό το σημείο η θεωρία μου έστεκε. Το είχε επιβεβαιώσει έμμεσα, άλλωστε, και η απάντηση του Αλέξη. Ένα πράγμα, όμως, δεν μπορούσα να εξηγήσω. Αφού όλα ήταν κανονισμένα, γιατί ο Μπογδάνος τον μαχαίρωσε και τον άφησε αιμόφυρτο μέσα στην ερημιά; Ίσως ο αδερφός μου μάς έκρυβε τον πραγματικό δράστη; Μήπως με άλλον είχε κανονίσει να συναντηθεί και άλλος τον μαχαίρωσε;

«Κανόνισες να βρεθείς μαζί του για να σου δώσει ναρκωτικά, έτσι δεν είναι; Όλοι πίστεψαν ότι τα είχε σταματήσει. Δεν μπορούσες να προμηθευτείς από κανέναν που κινείται στην ακτίνα του Φοίνικα. Ήσουν απελπισμένος!», συμπέρανα δίνοντάς του το έναυσμα να συνεχίσει. Αν του έδινα την εντύπωση ότι γνώριζα τα πάντα εξ αρχής, δεν θα είχε το περιθώριο να μου αποκρύψει στοιχεία. Θα μου ομολογούσε τα πάντα μόνος του.

«Νεφέλη, εγώ δεν...» Έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα να μου απαντήσει, μπερδεύοντας τα λόγια του. Έτριψε τα βλέφαρα με τα χέρια του.

Δίσταζε. Έπρεπε να τον πιέσω κι άλλο. «Μου είπες ότι ήταν εχθρός σας. Γιατί το έκανες; Στο κάτω κάτω, σ' αυτήν την πόλη δεν μπορεί να μην υπάρχουν άλλοι που έχουν αυτό που θες!» Ο τόνος μου άρχισε να ανεβαίνει επικίνδυνα. Το γεγονός ότι μου είχε πει ψέματα και συνέχιζε να βλάπτει τον εαυτό του με τον χειρότερο τρόπο με στενοχωρούσε βαθιά, με γέμιζε οργή για τον τρόπο που φαινόταν να έχει παραιτηθεί από τη ζωή και με έβγαζε εκτός εαυτού.

«Νεφέλη!», με μάλωσε, κάνοντάς μου νόημα να χαμηλώσω τη φωνή μου. Συζητούσαμε επικίνδυνα πράγματα. «Άφησέ με να μιλήσω για μία φορά στη ζωή σου χωρίς να προτρέχεις».

Οι χορδές της νύχταςWhere stories live. Discover now