Η φωτογραφία

292 34 47
                                    

Παράλληλα, σε κάποιο υπόγειο κεντρικά της Αθήνας

Η σιδερένια πόρτα άνοιξε τρίζοντας στους μεντεσέδες της.

Ο ηλικιωμένος άνδρας με τα ράστα, το παχύ μουστάκι και το πολύχρωμο πουκάμισο άνοιξε κουρασμένα τα μάτια του, βλαστημώντας σιγανά.

Πάλι εκείνοι οι ανόητοι που νόμιζαν ότι μπορούσαν να τον φοβίσουν με εκείνες τις αλλοπρόσαλλες ερωτήσεις για τον εγγονό του.

Δεν θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε φοβηθεί. Ίσως ήταν εκείνη που παραλίγο να χάσει τη συναυλία των Pink Floyd το '89. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Η τελευταία φορά που είχε φοβηθεί πραγματικά ήταν εκείνη τη φορά στα Μάταλα, όταν η γυναίκα του, η Κωνσταντίνα, μόλις είκοσι χρονών τότε, τον είχε απειλήσει ότι, αν τον έβλεπε κοντά σε άλλη γυναίκα σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου, θα τον άφηνε για πάντα.

Τώρα, το μόνο που κατάφερναν εκείνοι οι μαυροφορεμένοι άντρες με το αστείο ύφος, ήταν να του διαταράσσουν την ησυχία. Για το μόνο που ανησυχούσε ήταν η εγγονή του, η Νεφέλη. Το πιθανότερο ήταν να είχε τρομάξει. Βασικά, όχι. Θα είχε σίγουρα πεθάνει από την αγωνία της. Έμοιαζε στη γιαγιά της. Η Νεφέλη δεν την ήξερε την Αθήνα. Ο ηλικιωμένος άντρας, όμως, ήταν σίγουρος ότι η μικρή θα τον έβρισκε τον δρόμο της.

Αν και, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνη τη στιγμή έκανε τη ζωή κάποιου αφόρητα δύσκολη προκειμένου να ανακαλύψει πού τον κρατούσαν.

Ήταν δεμένος χειροπόδαρα σε ένα ξύλινο σκαμνί. Μόνος, σε ένα στενό, γκρίζο δωμάτιο.

Πίσω από την πόρτα εμφανίσθηκαν, ως συνήθως, τρεις άντρες. Μπροστά προπορευόταν ένα ψηλός, αδύνατος άνδρας, ντυμένος με ένα μαύρο κουστούμι άριστης ποιότητας. Τα μαύρα του μαλλιά γυάλιζαν, όπως ήταν προσεκτικά χτενισμένα προς τα πίσω και μόνο οι γκρίζες πινελιές στους κροτάφους του πρόδιδαν ότι είχε ξεπεράσει τα πενήντα, ίσως και τα πενήντα πέντε, αν έκρινε κανείς από τις βαθιές ρυτίδες στα πλάγια των ματιών του, χρόνια ζωής. Είχε καλοξυρισμένο πρόσωπο, τόσο χλωμό που έμοιαζε να μην είχε δει ποτέ το φως του ήλιου, με έντονες γωνίες και βλέμμα που θύμιζε αρπακτικό. Η έντονη κολόνια που φορούσε έκανε τον ηλικιωμένο άνδρα να μορφάσει.

Πίσω του ακολουθούσαν άλλοι δύο άνδρες, εξίσου ψηλοί, αλλά μυώδεις, με ανέκφραστα πρόσωπα, σκούρα επιδερμίδα και γυαλιά ηλίου. Τις δύο μέρες που τον κρατούσαν αιχμάλωτο εκεί, ο ηλικιωμένος δεν τους είχε ακούσει ποτέ να μιλούν, ούτε τους είχε δει να κάνουν κάτι παραπάνω από ένα νεύμα. Σαν τους δολοφόνους στις ταινίες, σκέφτηκε.

Οι χορδές της νύχταςOnde histórias criam vida. Descubra agora