Υπόθεση Μπογδάνου

343 46 38
                                    

Το πρωί ξύπνησα από έναν φρικτό πονοκέφαλο. Μάλλον με πήρε ο ύπνος τα χαράματα, χωρίς να το καταλάβω. Εξάλλου, ήμουν πολύ εξαντλημένη για να απαρνηθώ την αγκαλιά του. Έτριψα τα βλέφαρά μου. Ένιωθα σαν να με πίεζε κάτι στους κροτάφους μου επίμονα. Κάτι σκληρό και αμβλύ. Είχα την αίσθηση ότι μόλις είχα ξυπνήσει από έναν τρομαχτικό εφιάλτη. Και δεν ήξερα το γιατί.

Κάποιες εικόνες ταλάνιζαν το κουρασμένο μου μυαλό. Δύο διαπεραστικά πράσινα μάτια, ο σταθμός του μετρό, ένα πατημένο τριαντάφυλλο κι ένα σπασμένο κολιέ, ένας αστυνομικός, πολύχρωμα φώτα, το πρόσωπο του αδερφού μου μέσα στα αίματα.

Άνοιξα τα μάτια μου. Στην αρχή τρόμαξα. Βρισκόμουν σε έναν ξένο, άγνωστο χώρο. Σε ένα σαλόνι. Ολομόναχη. Άκουσα κάποιον να κοιμάται δίπλα μου ανασαίνοντας βαριά. Η κιθάρα μου, ο παππούς, ο Τζίμι... Όλα είχαν κάνει φτερά. Ακόμη και η οικεία μυρωδιά του κακάο είχε αντικατασταθεί από ένα βαρύ άρωμα καφέ.

Ωστόσο η σύγχυση δεν κράτησε για πολύ. Σύντομα θυμήθηκα τα πάντα. Όλα τα γεγονότα της χθεσινής ημέρας. Βρισκόμουν στο διαμέρισμα της Μαντώς, και δίπλα μου κοιμόταν ο τραυματισμένος μου αδερφός.

Ο στενός χώρος θύμιζε περισσότερο κάποιο γαλλικό μουσείο τέχνης, παρά κοινό σαλόνι διαμερίσματος. Οι τέσσερις τοίχοι καλύπτονταν από μεγάλους πίνακες διάσημων ζωγράφων, όπως του Πικάσο, του Βερμέρ και του Σαλβαδόρ Νταλί. Υπέθεσα ότι ήταν αντίγραφα, ειδάλλως θα κόστιζαν μια ολόκληρη περιουσία. Μία άκυρη αφίσα με την ανατομία ενός άνδρα συμπλήρωνε το σύνολο με έναν κάπως παράδοξο τρόπο.

Τεντώθηκα. Ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα, ακριβώς δίπλα από τον Αλέξη. Γύρισα για να ελέγξω τις αναπνοές του. Ήταν σταθερές και ο ίδιος φαινόταν ήρεμος. Ήρεμος και πανέμορφος. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι μέσα σε έναν χρόνο είχε μεγαλώσει. Τα κόκαλα του προσώπου του φαίνονταν εντονότερα, τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και οι πόροι απ' τα γένια του είχαν σχεδόν διπλασιαστεί από την τελευταία φορά που τον είδα. Αλλά εκείνη τη στιγμή, έτσι όπως ήταν βυθισμένος στον ύπνο του με τα βλέφαρα κλειστά, θύμιζε μικρό παιδί. Θύμιζε τον Αλέξη που ήξερα.

Η Μαντώ ξεπρόβαλε από την κάμαρα του διαδρόμου, κρατώντας μία κούπα καφέ. Φορούσε ένα μαύρο νυχτικό. Τα ανακατεμένα της μαλλιά και τα ελαφρώς μουτζουρωμένα της μάτια πρόδιδαν πως κι εκείνη είχε ξυπνήσει πριν λίγο.

«Καλημέρα. Κοιμήθηκες καθόλου;», με ρώτησε, αφήνοντας ένα χασμουρητό.

«Ναι, λίγο... Υποθέτω», της απάντησα αβέβαια. «Ο Αλέξης δεν έχει ξυπνήσει καθόλου από χτες. Μόνο παραμιλούσε ασυνάρτητα πού και πού. Είναι ανησυχητικό αυτό;»

Οι χορδές της νύχταςWhere stories live. Discover now