Απρόσμενες εξελίξεις

244 30 31
                                    

Το δεύτερο πτώμα ανακαλύφθηκε μόλις λίγα λεπτά αργότερα, πεταμένο σε μια γωνία.

Η ταυτοποίηση του θύματος ήταν εκείνο που με σόκαρε περισσότερο.

Ντυμένος με ένα επίσημο, καταματωμένο κουστούμι κείτονταν νεκρός ο Στέφανος, ο μελαχρινός ξάδερφος του Φοίβου.

Δεν ήταν τόσο το μακάβριο θέαμα και η στυγνότητα της δολοφονίας αυτό που έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει. Ήταν το γεγονός ότι ο Στέφανος, αν και δεν είχαμε προλάβει να μιλήσουμε αρκετά, φαινόταν ο πιο αθώος από όλους. Επίσης ήταν κάποιος που γνώριζα και μάλιστα ανήκε στην στενή παρέα του αδερφού μου. Η συνειδητοποίηση του πόσο κοντά στον κίνδυνο βρισκόμουν ήταν ένα γερό χαστούκι που με έκανε εξετάσω την κατάσταση από άλλη οπτική.

Γιατί τον Στέφανο; Ήταν η πρώτη μου σκέψη. Τι σχέσεις θα μπορούσε να έχει με τον Θαλασσινό; Τι ακριβώς έκανε μόνος του εκεί; Μήπως μας έκρυβε κάτι, ή ήταν απλά μία προειδοποίηση;

Το μόνο που με παρηγορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν το γεγονός ότι ο αδερφός μου δεν ήταν δυνατόν να είναι ο δολοφόνος. Ίσως δεν ήθελα κι εγώ η ίδια να το πιστέψω, αλλά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, ήταν πρακτικά αδύνατον μέσα σε τόσο μικρό διάστημα να καταφέρει να μαχαιρώσει τον εφοπλιστή, να σηκωθεί, να δολοφονήσει τον -θεωρητικά πάντα, αφού τίποτα δεν ήταν πλέον σίγουρο- φίλο του και στη συνέχεια να επιστρέψει πίσω και να καθίσει στο τραπέζι παίρνοντας ένα τόσο πειστικά έντρομο ύφος.

Εάν δεν επρόκειτο για τη σωτηρία του αβοήθητου αδερφού μου, ίσως κατέληγα να σπαράζω στο κλάμα από το σοκ ή να αποβάλλω σε κάποια απομονωμένη γωνία το περιεχόμενο του στομαχιού μου.

Καθώς, όμως, τον έβλεπα μπροστά μου να τρέμει ολόκληρος από τον φόβο, περικυκλωμένος από εχθρικά πρόσωπα που τον κοιτούσαν καχύποπτα, το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πώς να τον προστατεύσω. Μου είχαν πάρει τον παππού μου. Δεν θα τους άφηνα να πάρουν και τον αδερφό μου.

Οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους δεν είχαν συνέλθει από το θέαμα των πτωμάτων και το γεγονός ότι επρόκειτο για διπλή δολοφονία εν ψυχρώ. Άλλοι έτρεμαν, άλλοι ούρλιαζαν και άλλοι παρέμεναν σιωπηλοί έχοντας χάσει το χρώμα τους, ενώ το ότι ο πιθανός δολοφόνος στεκόταν ακριβώς μπροστά τους σαφώς δεν βοηθούσε ιδιαίτερα. Κάποιοι, από την άλλη, είχαν την ψυχραιμία να αφήσουν τις υστερίες κατά μέρος και είχαν ήδη καλέσει την τοπική αστυνομία.

Οι χορδές της νύχταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora