Μηνύματα στη νύχτα

255 35 23
                                    

(Μάνος)

Σκούπισα το μέτωπό μου με τη πετσέτα, την άφησα να κρέμεται απ' τον λαιμό μου κι απομακρύνθηκα από το ρινγκ.

Στήριξα το σώμα μου στον τοίχο και άναψα ένα τσιγάρο.

Ο Μπόκα με πλησίασε με αργά βήματα, πίνοντας μια γενναιόδωρη γουλιά νερό. «Τι έχεις τις τελευταίες μέρες, ρε φίλε; Είσαι αλλού». Με χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Έγινε κάτι;»

Ξεφύσησα. Σα πως ήξερα κι εγώ; Μέσα μου ήμουνα σε πόλεμο τα τελευταία δύο χρόνια.

Φύσηξα τον καπνό κι άφησα το τσιγάρο να κρέμεται απ' τα χείλη. «Πράμα. Κουρασμένος είμαι».

Κάγχασε. «Ασ' τα αυτά σε 'μένα, ρε μαλάκα». Με κοίταξε σαν να μην με πίστευε. «Κάτι σκέφτεσαι. Δεν είσαι συγκεντρωμένος. Ούτε χθες ήσουν. Ούτε προχθές. Εκτός κι αν με λυπήθηκες κι είπες να με αφήσεις να σε χτυπήσω λιγάκι παραπάνω», πρόσθεσε κυνικά.

«Την έχω αφήσει πάλι μοναχή της», είπα το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Μου 'χε πει πως δε της άρεσε να την αφήνω μόνη. Εκείνη τη φορά με είχε κοιτάξει με τόσο παράπονο, που απόρησα με τον ίδιο μου τον εαυτό πώς δεν την άρπαξα να τη φιλήσω. Ή, μάλλον, όχι να τη φιλήσω. Να την πνίξω στα φιλιά.

«Ω», ήταν το μόνο που είπε. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Ω, ψηλέ».

Έγειρα το κεφάλι μου προς το μέρος του και τον κοίταξα ερωτηματικά.

«Μαλάκα, δε σε πιστεύω. Έτσι εξηγείται. Είσαι τσιμπημένος μαζί της», διαπίστωσε αυθαίρετα με σπάνια, για εκείνον, έλλειψη αυτοσυγκράτησης. «Αυτή σκέφτεσαι και χαζεύεις;»

«Ήντα λες τώρα;», υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, νιώθοντας τα νεύρα μου να τσιτώνονται. «Έχω αναλάβει να την προστατεύω. Αυτό είν' όλο».

«Καλά, εντάξει, Μάνο. Εσύ, άμα δε θέλεις, δε πα να σε παρακαλάνε...», με κοίταξε δύσπιστα. «Με την αδερφή του Άλεξ. Του Άλεξ!», συνέχισε μουρμουρίζοντας. «Γι' αυτό τα "πριγκιπέσσα", γι' αυτό σου μιλάω και δε μ' ακούς...»

«Κοφ' το», τον σταμάτησα.

«Γιατί; Δεν είναι αλήθεια;»

«Όχι, δεν είναι». Εν τω μεταξύ το τσιγάρο είχε σβήσει πια εντελώς. Το έφερα ξανά στα χείλη μη έχοντας ιδέα ήντ' άλλο να κάνω με τα χέρια μου. Έψαξα τον αναπτήρα στις τσέπες μου, αλλά έμοιαζε να 'χει χαθεί. «Πού 'ναι το διαολεμένο;», γρύλισα μέσα στα νεύρα. Τα χέρια μου είχαν αρχίσει να τρέμουν για λόγους που μάλλον αγνοούσα, αλλά τα έσφιξα και πίεσα τα νύχια μέσα στις παλάμες για να σταματήσουν.

Οι χορδές της νύχταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora