Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 2ο)

202 27 10
                                    

Η γιορτή για την επιστροφή των Ανδρεαδάκηδων από τις θάλασσες πίσω στα Χανιά κράτησε όλο το βράδυ, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Η Μαριάμ, ενθουσιασμένη που είχε ξανά κοντά της τον άντρα και τον πρωτότοκο γιο της μετά από τέσσερις μήνες και ανυποψίαστη για τα σχέδια του μικρότερου γιου της, κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι εξυπηρετώντας τους καλεσμένους της με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της.

Ενώ, όμως, γνωστοί και φίλοι από το χωριό είχαν συγκεντρωθεί στην αυλή του σπιτιού και χόρευαν σιγανό και μαλεβιζιώτη διασκεδάζοντας, εκείνη παρατήρησε με κάποια απογοήτευση τον μεσαίο της γιο να κάθεται κάπου απόμερα, βυθισμένος στη σιωπή και το ποτό του.

Υπό άλλες συνθήκες αυτή η εικόνα δεν θα την παραξένευε. Ο Μανώλης ήταν άνθρωπος που αγαπούσε την ησυχία του, ακόμη κι αν πολλές φορές έδινε την εντύπωση ότι το μυαλό του ήταν συνεχώς στις διασκεδάσεις. Ωστόσο, εκείνη η βραδιά ήταν μια νύχτα γιορτής και δεν είχε κανέναν λόγο να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο.

Τον πλησίασε παραμερίζοντας αδιάφορα μερικούς συγγενείς του άντρα της που τον ρωτούσαν αδιάκοπα για τα ταξίδια του και τις εξωτικές γυναίκες που συνάντησε εκεί, ρίχνοντας στον πρώτο ένα αυστηρό βλέμμα και εισπράττοντας στη θέση του ένα απολογητικό.

Το κεφάλι του γιου της ήταν σκυμμένο, οι μπούκλες σκέπαζαν τα μάτια του και τα χείλη του γυάλιζαν από τη ρακή.

«Αγόρι μου, τι έχεις; Γιατί είσαι έτσι; Ποιος σε στενοχώρησε; Σήκω να χορέψεις κι εσύ να σε καμαρώσουμε», του είπε τρυφερά.

Ο Μάνος δεν σήκωσε καν το βλέμμα του να την κοιτάξει. «Δεν έχω όρεξη», απάντησε λακωνικά στα αραβικά και άναψε ένα τσιγάρο. Τα λόγια του αδερφού του στριφογύριζαν όλη τη μέρα στο μυαλό του και δεν τον άφηναν σε ησυχία. Θα πάω στη Συρία. Είχαν πάει κι άλλοι, του είχε πει. Στον διάολο τι έκαναν οι άλλοι. Ποσώς τον ενδιέφερε. Εκείνος ήθελε μόνο τον αδερφό του. Ζωντανό. Και τώρα θα τον έχανε επειδή αποφάσισε να παριστάνει τον επαναστάτη σε έναν πόλεμο που ήταν χαμένος από χέρι.

Η μητέρα του πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα του. «Πες μου τι έχεις. Δεν είσαι καλά, το βλέπω». Χάιδεψε απαλά τα μαλλιά του, που άρχιζαν μόλις να μακραίνουν. «Σήμερα είναι μέρα γιορτής. Ούτε το πρωί δεν έδειξες ιδιαίτερα χαρούμενος που είδες τον πατέρα και τον αδερφό σου».

Εκείνος σήκωσε αργά το βλέμμα του. Τα μάτια του ήταν θολά και κοκκινισμένα. «Μη με παρεξηγείς, μάνα, ήταν δύσκολη μέρα στη δουλειά», αρκέστηκε να της πει.

Οι χορδές της νύχταςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang