Πληγές του παρελθόντος (Μέρος 6ο)

214 23 19
                                    

[Ακολουθούν γραφικές σκηνές βίας. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη!]

Ο ήλιος του πρωινού τρύπωνε διστακτικά μέσα από το σκοτάδι κι έκανε τα πρόσωπα των Κούρδων και των συντρόφων τους να ιδρώνουν, κρυμμένοι όπως ήταν πίσω από τους βράχους και περίμεναν τον εχθρό τους.

Η περιοχή βρισκόταν λίγο πιο έξω από το χωριό στο οποίο είχαν κατασκηνώσει, ανάμεσα στα ερείπια ενός ακόμη βομβαρδισμού. Όλοι σκέφτονταν το ίδιο: πού ήταν οι τζιχαντιστές;

Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά. Κάτι δεν πήγαιναν καλά, όλοι το διαισθάνονταν.

Ο Μάνος βρισκόταν κρυμμένος πίσω από τον κατεστραμμένο τοίχο ενός σπιτιού, καπνίζοντας όσα τσιγάρα τουύ είχαν απομείνει. Αισθανόταν ολόκληρο το σώμα του να τρέμει χωρίς λόγο και η καθυστέρηση του εχθρού του, εκείνη η αβάσταχτη αναμονή που τον καλούσε να μείνει μόνος με τις σκέψεις του για περισσότερη ώρα, δεν βοηθούσε.

Κάποια στιγμή, ένας μαυροντυμένος άντρας εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Ο Μάνος συνοφρυώθηκε κοιτώντας τον αδερφό του, που κρυβόταν λίγα μέτρα μακριά του. Γιατί ήταν μόνος;

Ο άντρας έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι του και ξαφνικά ένα κτήριο ανατινάχτηκε ακριβώς από πίσω τους, ταράζοντας τη νεκρική ησυχία που επικρατούσε. Ο Μάνος ένιωσε τα αυτιά του να ματώνουν. Σαν σε αργή κίνηση, το σώμα του σηκώθηκε στον αέρα, στροβιλίστηκε ανάμεσα σε ένα πυκνό σύννεφο σκόνης και χτύπησε με δύναμη πάνω σε μία μάζα από χαλάσματα. Ο ήχος από τις σφαίρες που έπεφταν γύρω του σαν μεταλλική βροχή, μετά βίας έφτανε στα αυτιά του.

Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συνέλθει και να ανακτήσει, εν μέρει, τις αισθήσεις του. Ένας οξύς πόνος διέτρεχε το κρανίο του κατά μήκος των κροτάφων του, αναγκάζοντάς τον να πιέσει το σημείο για να σηκωθεί.

Γύρω του, ο κόσμος περιστρεφόταν με γρήγορους ρυθμούς, προκαλώντας του μια ενοχλητική ζαλάδα. Ψηλαφώντας στα τυφλά, κατάφερε να εντοπίσει το όπλο του, εκτοπισμένο μερικά μέτρα μακριά του. Μια στιγμή πριν χάσει το βήμα του και σωριαστεί ξανά αναίσθητος, ένιωσε κάποιον να τον στηρίζει από τους ώμους και να τον σέρνει σε ένα απομονωμένο σημείο.

«Μ' ακούς; Μάνο, μ' ακούς; Σκατά!», βλαστήμησε ο Μπαράν βλέποντάς τον σε τέτοια κατάσταση. Τον γράπωσε από το σαγόνι εξετάζοντας το πρόσωπό του για τυχόν σοβαρούς ή μόνιμους τραυματισμούς. «Χτύπησες στο κεφάλι, ανόητε μπάσταρδε!» Με γρήγορες κινήσεις ξετύλιξε ένα λευκό μαντήλι που είχε περασμένο στον λαιμό του και το τύλιξε γύρω από το μέτωπο του τραυματία. Το ύφασμα βάφτηκε κατακόκκινο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σε ένα σημείο πίσω από το αυτί του. Ο Μπαράν το πίεσε δυνατά, για να σταματήσει την αιμορραγία, χωρίς να αφαιρέσει το θραύσμα που είχε σφηνώσει στην πληγή.

Οι χορδές της νύχταςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin