Ατελείωτη νύχτα

438 56 31
                                    

Το δροσερό νυχτερινό αεράκι της Αθήνας χάιδεψε και ανακούφισε για μία ακόμη φορά το πρόσωπό μου, που είχε κοκκινίσει από την έξαψη και τη ζέστη του μπαρ.

Αμέσως μετά την ανησυχητική δήλωση του Μπόκα, τον ακολουθήσαμε όλοι έξω. Εγώ, ο Μάνος, ο Νταν, ο Στέφανος, ο Φοίβος, η Μαντώ. Όλοι, εκτός από τον Αλέξη, που παρέμενε άφαντος.

«Ήρθαν», είχε πει. Ποιοι; Ποιοι είχαν έρθει; Υπήρχε έντονη αναστάτωση. Από ποιον κινδυνεύαμε πάλι; Τι άλλο μου επιφύλασσε εκείνο το βράδυ;

Ξαφνικά μου τρύπωσε μία ιδέα στο μυαλό και γέμισε τον οργανισμό μου με αδρεναλίνη. Μήπως είχαν έρθει εκείνοι που απήγαγαν τον παππού μου και τον κρατούσαν μακριά μου; Ούτως ή άλλως, από ότι ήξερα, με αυτούς ήταν μπλεγμένος ο αδερφός μου. Μας είχαν βρει; Θα μας απειλούσαν;

Δεν φοβόμουν, όμως. Όχι αυτήν τη φορά. Ένιωθα θυμό. Πολύ έντονο θυμό. Δεν με ενδιέφερε ο κίνδυνος τώρα. Αν ήταν μέλη της μαφίας, όπως την είχε αποκαλέσει ο αδερφός μου, εκείνοι θα έπρεπε να φοβούνται. Εκείνοι κινδύνευαν. Μου είχαν αρπάξει ό, τι πολυτιμότερο είχα. Το μοναδικό μου στήριγμα. Θα έκανα τα πάντα για να πάρω πίσω τον παππού μου. Δεν θα τους άφηνα έτσι. Δεν είχαν ιδέα τι πρωτόγνωρη δύναμη γεννούσε μέσα μου η αγάπη και ο φόβος για τον παππού μου. Θα τους κατέστρεφα. Ανεξάρτητα από το τι πίστευε ο καθένας για μένα. Ήμουν μικρή, ναι. Ήμουν μικρόσωμη, σίγουρα. Όμως είχα μάθει να μην το βάζω κάτω.

Ο δρόμος ήταν έρημος και σκοτεινός. Δεν υπήρχε ψυχή. Όπως φαίνεται, αυτό δεν το περίμενε κανείς. Ούτε κι εγώ.

«Τι στο διάολο, ψηλέ;», φώναξε ο Φοίβος στον Μπόκα. Είχε ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του και φαινόταν να έχει σχεδόν συνέλθει. «Πού είναι;»

«Κοιτάξτε», ήταν το μόνο που είπε εκείνος, κι ο αδερφός του ήταν ο πρώτος που τον ακολούθησε. Πλησίασαν τέσσερις μαύρες μηχανές που ήταν παρκαρισμένες στη σειρά. Αναγνώρισα εκείνη του αδερφού μου. «Έσκασαν όλα τα λάστιχα. Βγήκα έξω και μόλις που τους είδα να απομακρύνονται. Δεν τους πρόλαβα».

Έπεσε μια βαριά σιωπή. Ο Φοίβος πλησίασε για να εξετάσει και ο ίδιος τη μηχανή του. Οποιοδήποτε ίχνος ευθυμίας ή χαμόγελου είχε δείξει λίγες ώρες πριν μέσα στο μπαρ εξαφανίστηκε μόλις αντίκρισε τα σκασμένα λάστιχα, που έμοιαζαν να λιώνουν, κυριολεκτικά, πάνω στην άσφαλτο.

«Γαμώτο», έβρισε και κλότσησε με δύναμη τον τοίχο. «Είναι νεκροί οι μπάσταρδοι. Έτσι και τους πετύχω, είναι νεκροί».

Οι χορδές της νύχταςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt