Εκείνο το βράδυ επέστρεψε νωρίτερα από όσο υπολόγιζα. Νωρίτερα από όσο με είχε αφήσει να πιστέψω. Και η ανάσα του δε μύριζε τσιγάρο, ούτε αλκοόλ.
Καθώς με πλησίαζε, τα βήματα του ήταν αργά, βαριά, σαν να περπατούσε για ώρες μέσα στην έρημο.
Κάθισε στον καναπέ και, χωρίς να μιλήσει, μου έκανε νόημα να κάνω το ίδιο.
Εγώ κάθισα δίπλα του οκλαδόν. «Είσαι εντάξει;», τον ρώτησα με ενδιαφέρον. «Δεν ήθελα να σε ταράξω. Δεν είχα καταλάβει ότι...» Άφησα τα λόγια μου μετέωρα για λίγο. Αποφάσισα πως δεν χρειαζόταν να επανέλθω στο θέμα που τόσο τον πονούσε. «Ξέρεις...», κατέληξα με νόημα.
Εκείνος δεν απάντησε. Αισθάνθηκα να μας τυλίγει μια άβολη σιωπή.
Μη ξέροντας τι άλλο να κάνω, τοποθέτησα μια τούφα απ' τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί μου.
Με κοίταξε με ένα αμυδρό, γαλήνιο χαμόγελο. «Είσαι πολύ γλυκιά όταν το κάνεις αυτό», μου είπε βραχνά και ένιωσα όλο μου το πρόσωπο να βάφεται κόκκινο.
Ύστερα έτριψε τους κροτάφους του, σαν να ήθελε να σταματήσει έναν πονοκέφαλο που τον βασάνιζε. Τώρα είχε δέσει τα μαλλιά του σε έναν πρόχειρο κότσο και είχε καθαρίσει το πρόσωπό του από τα ξεραμένα αίματα. Ωστόσο παρατήρησα πως κούτσαινε ελαφρά και πότε ποτέ ακουμπούσε το χέρι στα πλευρά του.
«Νεφέλη», ξεκίνησε να μιλά μετά από ώρα, «θέλω τόσο να σου μιλήσω, να σου πω τα πάντα για μένα, που πονά το στήθος μου, αλλά... αλλά για κάποιον καταραμένο λόγο, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δε βρίσκω το θάρρος», παραδέχτηκε αφήνοντας ένα ξέπνοο γέλιο, χάνοντας για λίγο τη σοβαρή του έκφραση. «Θα 'ναι σα να ξεγυμνώνω τη ψυχή μου, όλους μου τους φόβους μπροστά σου. Σα να γκρεμίζω ένα φρούριο που έχτισα εγώ ο ίδιος. Καταλαβαίνεις;»
Έγνεψα καταφατικά.
«Κανονικά δε θα 'πρεπε να σου πω πράμα», μονολόγησε καγχάζοντας, «αλλά, ειλικρινά, βαρέθηκα να κρύβομαι».
Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Απλά υποσχέσου μου ότι δε θα φύγεις από δίπλα μου, ότι δε θα τρομάξεις μ' όσα ακούσεις». Δίστασε λίγο πριν συνεχίσει. «Δε θέλω να σε χάσω. Όχι τώρα που σε βρήκα».
Ως απάντηση πήρα την παλάμη του μέσα στη δική μου και την έσφιξα. «Στο υπόσχομαι». Του χαμογέλασα. Η καρδιά μου χτυπούσε σε ξέφρενους ρυθμούς.
Μου ανταπέδωσε αδύναμα το χαμόγελο και κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θυμάσαι που σου 'χα πει πως πριν δυο χρόνια έχασα τον αδερφό μου;», ξεκίνησε με δυσκολία.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Οι χορδές της νύχτας
Ficção AdolescenteΗ Νεφέλη περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη, με σκοπό να βρει κάποιον που είχε χάσει. Στον ώμο της ήταν περασμένη μια παλιά κιθάρα. Αναζητούσε στα τυφλά και άφηνε τη ζωή να την παρασύρει, όπως ένα φτερό παρασύρεται από τον άνεμο. Μέχρι που πήραν βίαια μ...