Είναι μαζί μου

476 61 54
                                    

Ο Αλέξης με πήρε από το χέρι και με οδήγησε ξανά πίσω στο αποπνικτικό εσωτερικό του Όναρ.

Η ώρα είχε περάσει. Μέσα στο μπαρ τα φώτα είχαν δυναμώσει, αντικαθιστώντας το σκοτάδι της νύχτας με φωτεινό μπλε και πράσινο. Τα ηχεία έπαιζαν σε πιο χορευτικούς ρυθμούς. Δεν υπήρχε συνοχή, αρμονία στις νότες. Δεν υπήρχε καν κάποιο ξεκάθαρο μουσικό όργανο. Μόνο μια ακαθόριστη ηλεκτρονική μελωδία με δυνατό μπιτ. Πώς άντεχαν να ακούν αυτό το πράγμα, τέλος πάντων; Γιατί αυτό, σίγουρα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί μουσική.

Κάποια κορμιά άρχιζαν να λικνίζονται ξέφρενα και άρρυθμα. Βαμμένα πρόσωπα, αποκαλυπτικό ντύσιμο, φλερτ, χαμόγελα. Ένιωθα τόσο παράταιρη εκεί μέσα.

Πλησιάσαμε την παρέα του. Ο αδερφός μου πέρασε το χέρι του στους ώμους μου και με σύστησε σε όλους. Σχεδόν.

«Αυτοί», είπε δείχνοντας τους δύο ψηλούς, Αφρικανούς νεαρούς, «είναι οι δίδυμοι Μπολάτζι». Οι δίδυμοι Μπολάτζι μοιράζονταν μια απίστευτη ομοιότητα. Όχι μόνο στο πρόσωπο, αλλά και στο ύφος τους και στη στάση του σώματός τους. Στέκονταν ευθυτενείς, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και με ένα ανέκφραστο, σχεδόν παγερό βλέμμα. Η μόνη διαφορά τους βρισκόταν στα μαλλιά. Ο Μπόκα, όπως μου τον σύστησαν, είχε τα μαλλιά του πλεγμένα σε χοντρές τζίβες με πολύχρωμες χάντρες, ενώ ο άλλος, ο Νταν, τα είχε ξυρίσει όλα.

Σειρά είχε το μελαχρινό αγόρι με το θαλασσί πουκάμισο. Ο πρίγκιπας. Το όνομά του ήταν Στέφανος. Το πρόσωπό του απέπνεε μια απροσδιόριστη αβρότητα, εντελώς αταίριαστη με τον χώρο και τα υπόλοιπα πρόσωπα της παρέας. Ήταν ψηλός και αδύνατος, με αριστοκρατική αύρα και ένα ζεστό καστανό βλέμμα, που, πίσω από τους στρογγυλούς φακούς των γυαλιών του, μου έδειχνε ξεκάθαρα ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού.

Τον ξανθό τον έλεγαν Φοίβο. Μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. Η αχαλίνωτη κατανάλωση ποτών είχε ήδη αρχίσει να έχει έντονη επίδραση πάνω του. Φαινόταν πραγματικά χαρούμενος. Και μάλλον λίγο ζαλισμένος.

Η κοκκινομάλλα κοπέλα μού συστήθηκε μόνη της, με απρόσμενη θα έλεγα, διαχυτικότητα. «Εγώ είμαι η Μαντώ. Χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω, γλυκιά μου!» Πριν προλάβω να αντιδράσω, με τράβηξε στην αγκαλιά της και με έσφιξε στο στήθος της τόσο δυνατά, που νόμιζα πως θα λιποθυμήσω από ασφυξία.

Τη Μαντώ θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω μόνο με δύο λέξεις. Femme Fatale. Μοιραία Γυναίκα. Πλούσιες καμπύλες σε όλο της το σώμα, πυκνές κόκκινες μπούκλες, σαρκώδη βαμμένα χείλη, μάτια τονισμένα με μαύρο μολύβι και βλέμμα γεμάτο λαγνεία. Έβλεπα πώς κοιτούσε τον Φοίβο. Τα πονηρά χαμόγελα που του χάριζε. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Δεν ξέρω αν, χωρίς όλο αυτό το βάψιμο, ήταν όμορφη. Πάντως ήταν εντυπωσιακή.

Οι χορδές της νύχταςKde žijí příběhy. Začni objevovat