Έπεσα με φόρα στην αγκαλιά του, αφήνοντας ελεύθερα τα δάκρυα που μετά βίας συγκρατούσα μέχρι τότε. Οι λυγμοί μου ήταν αποτέλεσμα τόσο της έκπληξης και της χαράς μου, όσο και της απόγνωσης και του σοκ. Ο παππούς μου δεν θα ήταν καθόλου περήφανος για μένα. Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, ακόμη και αυτός θα είχε παρόμοια αντίδραση αν τον έβλεπε.
Μου ερχόταν να τον γεμίσω φιλιά και ταυτόχρονα ένιωθα την παρόρμηση να του αστράψω ένα γερό χαστούκι. Με είχε βρει. Ήταν εκεί, ακριβώς μπροστά μου, μετά από έναν χρόνο γεμάτο ανησυχία, φόβο και ατέρμονη αναζήτηση. Και με κρατούσε στην αγκαλιά του.
Δεν είχε αλλάξει πολύ μέσα στο διάστημα που μας χώριζε. Ίσως να είχε αδυνατίσει λίγο, με αποτέλεσμα οι γωνίες του προσώπου του να διαγράφονται εντονότερες, και μάλλον φαινόταν κάπως κουρασμένος. Αυτή την εντύπωση μου έδιναν, τουλάχιστον, οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα καταγάλανα μάτια του. Οι μαύρες μπούκλες του στεφάνωναν, πια, το πρόσωπό του και τον έκαναν να μοιάζει με άγγελο. Είχε, όμως, το ίδιο παιδικό πρόσωπο, τα ίδια ροδαλά μάγουλα, το ίδιο υγρό βλέμμα. Είχε το δικό μου πρόσωπο.
Ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου και άρχισε να κλαίει σπαρακτικά. Τον ένιωθα να τρέμει πάνω μου. «Νεφέλη μου, αδερφή μου», ψιθύριζε ανάμεσα στα αναφιλητά του.
Μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι ώσπου να ηρεμήσουμε και οι δύο. Ευχήθηκα να σταματούσε ο χρόνος ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Η αγκαλιά του με γέμιζε με μια οικεία αίσθηση ασφάλειας και ζεστασιάς. Ήθελα να μείνουμε έτσι για πάντα. Εγώ και ο μεγάλος μου αδερφός.
Οι ανάσες μας έγιναν σταδιακά πιο ήρεμες, αλλά δεν τόλμησε κανείς μας να χαλάσει τη στιγμή και να απομακρυνθεί.
Μόλις, όμως, άρχισα να συνειδητοποιώ την κατάσταση, προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα. Βρισκόμουν στην Αθήνα. Ο παππούς μου είχε εξαφανιστεί ξαφνικά χωρίς λόγο και αιτία. Μπορεί να κινδύνευε. Ο μεγάλος μου αδερφός με είχε βρει. Ο αδερφός που αναζητούσα επί ένα χρόνο αλλάζοντας συνεχώς τη μία πόλη με την επόμενη. Ο αδερφός που έφυγε και με παράτησε, αφήνοντας πίσω μόνο ένα γράμμα. Και μόλις πριν λίγο, μου είχε επιτεθεί.
«Αλέξη», προσπάθησα να βρω τα λόγια μου. Δεν ήξερα καν από πού να αρχίσω. «Πού... πού ήσουν τόσο καιρό; Γιατί με άφησες; Πώς με βρήκες;» Τον κοίταξα απευθείας μέσα στα μάτια. Τα δικά μου έσταζαν παράπονο. Χρειαζόμουν μόνο την αλήθεια.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Οι χορδές της νύχτας
Ficção AdolescenteΗ Νεφέλη περιπλανιόταν από πόλη σε πόλη, με σκοπό να βρει κάποιον που είχε χάσει. Στον ώμο της ήταν περασμένη μια παλιά κιθάρα. Αναζητούσε στα τυφλά και άφηνε τη ζωή να την παρασύρει, όπως ένα φτερό παρασύρεται από τον άνεμο. Μέχρι που πήραν βίαια μ...