Κεφάλαιο 1

531 17 0
                                    

«Δυστυχώς όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Θέλω να τελειώσουμε κι εμείς. Ήταν λάθος από την αρχή. Όλα ήταν ένα μεγάλο λάθος. Δεν μου αξίζεις Άρη».
«Δεν μπορείς να λες κάτι τέτοιο όταν έχουμε περάσει τόσα μαζί. Τι έπαθες ξαφνικά;» είπε ο Άρης σοκαρισμένος απ΄ αυτά που άκουγε.
«Δεν θέλω πια άλλες δεσμεύσεις. Θέλω να συνεχίσω τη ζωή που ζούσα πριν εμφανιστείς εσύ. Θέλω τον εαυτό μου πίσω».
«Τότε γιατί κάθησες τόσο καιρό μαζί μου; Κάτι έχει συμβεί έτσι; Δεν μπορεί να τα εννοείς αυτά».
«Δε νιώθω το ίδιο πια» είπε και του έριξε ένα βλέμμα αδιάφορο.
«Μην περιμένεις να σε πιστέψω Μελίνα. Δεν θα πετούσες ποτέ αυτό που έχουμε. Σε ξέρω καλά» είπε βουρκωμένος.
«Ήταν λάθος που βρεθήκαμε εμείς οι δύο. Πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου. Δεν θέλω να με ξαναενοχλήσεις» απάντησε χωρίς καμία ενοχή στο πρόσωπό της.
«Είσαι σοβαρή τώρα;»
«Ναι και σε παρακαλώ πολύ να μην με σκέφτεσαι».
«Μάλιστα όπως θες. Κάνε τη ζωή που ονειρεύεσαι λοιπόν και πλήγωνε ανθρώπους. Αυτό θα το μετανιώσεις και πολύ σύντομα μάλιστα. Πρόσεχε όμως μην είναι αργά» της είπε γεμάτος εκνευρισμό.
_
_
_

Ο Άρης ξύπνησε απότομα από τον εφιάλτη που είδε. Το πρόσωπό του είχε γεμίσει ιδρώτα και τα μαλλιά του είχαν ανακατευτεί από τον ύπνο. Σηκώθηκε αλαφιασμένος και πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοιτάζοντας το είδωλό του στον καθρέφτη πίστευε πως κάτι στα αλήθεια θα συνέβαινε και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Είχε ένα κακό προαίσθημα. Η ώρα ήταν 4:00 πμ και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κατέβηκε αργά στην κουζίνα και έβαλε να πιει ένα ποτό για να χαλαρώσει. Μάλλον είχε επηρεαστεί επειδή η Μελίνα έλειπε σε ταξίδι και έχει περάσει ένας ολόκληρος μήνας από τότε. Καθώς τα σκεφτόταν αυτά, άκουσε βήματα στη σκάλα.
«Άρη; Τι κάνεις εδώ μες στα σκοτάδια; Γιατί δεν κοιμάσαι;» τον ρώτησε ανήσυχη η αδερφή του.
«Δεν έχω ύπνο. Εσύ γιατί ξύπνησες τέτοια ώρα;»
«Άκουσα θόρυβο και κατέβηκα να δω τι γίνεται».
«Δεν είμαι καλά». Της απάντησε με κατεβασμένο το κεφάλι.
«Η Μελίνα είναι ο λόγος;»
«Ναι» ειπε με μελαγχωλία στο βλέμμα του.
«Σε λίγες μέρες γυρνάει. Υπομονή».
«Αύριο λογικά» είπε χαμηλόφωνα και ακούμπησε το ποτήρι ετο τραπέζι.
«Πάω για ύπνο γιατί νυστάζω. Πήγαινε να κοιμηθείς κι εσύ, είναι αργά» του είπε.
«Θα πάω».
«Καληνύχτα» του είπε και σηκώθηκε απ΄τον καναπέ.
Μετά από λίγη ώρα ο Άρης ανέβηκε πάνω και ξάπλωσε στο παχύ στρώμα του κρεβατιού να κοιτάζει το ταβάνι, ώσπου αποκοιμήθηκε. Την επόμενη μέρα χτύπησε το κινητό του με τέτοια ένταση που του πήρε τα αυτιά.
«Έλα ρε κοιμάσαι;» ακούστηκε η φωνή του Χρήστου.
«Μάλλον» του απάντησε χασμουριώντας.
«Σε πήρα μήπως ήθελες να πάμε για κανά μπάνιο».
«Τι ώρα είναι;»
«Δεν έχεις ρολόι σπίτι σου;»
«Έχω, αλλά μόλις ξύπνησα και δεν έχει ανοίξει το μάτι μου ακόμα».
«Λοιπόν τι λες; Έχει καλή μέρα».
«Ναι θα πάμε απλά πιο μετά» είπε τεντώνοντας το κορμί του.
«Καλά σήκω, ντύσου και σε περιμένω κάτω στην παραλία».
«Καλά με την ησυχία μου».
«Ναι άντε τα λέμε».
Ο Άρης έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε σιγά σιγά απ΄το κρεβάτι. Ήταν μια μέρα δύσκολη γι΄αυτόν, καθώς το προηγούμενο βράδυ είχε δει εκείνον τον φρικτό εφιάλτη. Προσπέρασε αυτές τις σκέψεις που είχε και πήγε στο μπάνιο να πλυθεί.
«Καλημέρα» του είπε η Δανάη μόλις τον είδε να μπαίνει στο μπάνιο.
«Καλημέρα».
«Πως κοιμήθηκες;»
«Τι σημασία έχει αφού με ξύπνησαν» απάντησε αγανακτισμένος ανοίγοντας την πόρτα.
«Ποιος;»
«Ο Χρηστάκος».
«Αα μάλιστα. Θα φύγεις;» τον ρώτησε ακουμπώντας την πλάτη της στην πόρτα του μπάνιου.
«Ναι θα πάω παραλία».
«Να έρθω;»
«Να κάνεις τι μαζί μας;»
«Θέλω παρέα» του είπε θέλοντας να τον κάνει να την πάρει μαζί του στην παραλία.
«Θα πάμε άλλη μέρα μαζί».
«Καλά».
«Φτιάξε μου έναν καφέ γλυκό με γάλα».
«Έχεις χεράκια» απάντησε κουνόντας τα χέρια της.
«Καλά άσε θα κάνω μόνος μου».
O Άρης μπήκε στο μπάνιο και άρχισε να πλένεται. Μετά τον εφιάλτη η όρεξή του είχε κοπεί εντελώς. Όταν βγήκε, πήγε στο δωμάτιό του και άρπαξε απ΄τη ντουλάπα το κόκκινο μαγιό του, μια λευκή αμάνικη μπλούζα και άρχισε να ετοιμάζεται. Πριν φύγει από το σπίτι πήρε την πετσέτα θαλάσσης και τα αντηλιακά του. Κατέβηκε στην κουζίνα, έφτιαξε καφέ και τον πήρε στο χέρι. Δε τον ενδιέφερε πια τόσο ο εφιάλτης που είδε όσο το τι θα συμβεί μετά την επιστροφή της Μελίνας.
«Φεύγεις τώρα;»
«Ναι δεν είναι και τόσο κοντά η παραλία» της εξήγησε καθώς πήγε να φύγει.
«Ξυπόλιτος θα βγεις έξω;» τον ρώτησε η Δανάη που ήταν έτοιμη να βάλει τα γέλια.
Ο Άρης κοίταξε τα πόδια του και συνηδητοποίησε ότι θα έφευγε έτσι. «Ναι ξέχασα να βάλω σαγιονάρες έλεος».
Η Δανάη απελπίστηκε όταν έφυγε ο Άρης γιατί δεν είχε τι να κάνει μόνη της στο σπίτι και ήθελε να πάει μαζί του στην παραλία. Εν τέλη πήγε στην κουζίνα να μαγειρέψει κάτι να φάει, γιατί η μαγειρική ήταν κάτι που λάτρευε να κάνει.
Η Μελίνα, μια όμορφη νεαρή κοπέλα με πλούσια μαύρα και μακριά μαλλιά, ετοίμαζε τις βαλίτσες της για να γυρίσει πίσω. Εχει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, καθώς της αρέσει πάντα να περιποιείται τον εαυτό της, αλλά και τους άλλους. Δεν της αρέσει να χάνει, αλλά ούτε να κερδίζει. Ίσως ορισμένες φορές να νιώθει πως την αδικούν, αλλά αν την προσβάλει κάποιος, θα γεννηθεί από μέσα της ένας άλλος εαυτός. Είναι εγωίστρια , αλλά αυτό την κάνει να έχει αυτοπεποίθηση.
«Εύα έλα λίγο» φώναξε την αδερφή της, καθώς προσπαθούσε να κλείσει τη βαλίτσα.
«Τι έγινε;»
«Δεν κλείνει η βαλίτσα βοήθα με».
«Ε με τόσα που έχεις πάρει πως να κλείσει. Όλα τα έχεις πάρει πια» της είπε ξαπλώνοντας στο διπλό και άνετο κρεβάτι του ξενοδοχείου.
«Ναι σήκω να την κλείσουμε».
«Μαμά;» φώναξε η Εύα περιμένοντας απάντηση.
«Τι είναι Εύα;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας τους στο βάθος.
«Πώς κλείνουμε τη βαλίτσα;»
«Με το φερμουάρ» φώναξε εκείνη.
«Έλα τι μας είπες» είπε η Μελίνα και ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο.
Τα δυο κορίτσια κάθησαν πάνω για να κλείσει η βαλίτσα που ήταν γεμάτη ρούχα, τσάντες και κοσμήματα.
Στην παραλία τα νερά της θάλασσας έγιναν κρυστάλινα, καθώς το φως του ήλιου έπεφτε πάνω τους και το κύμα μπροστά στην άμμο διέλυε όλα τα κάστρα που είχαν φτιάξει τα παιδιά.
Ο Άρης είχε αράξει στην ξαπλώστρα πίνοντας ένα κοκτέιλ γεμάτο από φρούτα του δάσους, ενώ ο Χρήστος κοίταζε τα κορίτσια που περνούσαν από μπροστά του.
«Τελικά είχα ωραία ιδέα να έρθουμε».
«Ναι αυτή η ζέστη δεν παλεύεται πια» είπε ο Άρης χαζεύοντας τη θάλασσα.
«Δε μου λες. Πότε γυρνάει η Μελίνα;»
«Άσε χθες είδα έναν εφιάλτη».
«Τι;» τον ρώτησε ο Χρήστος όλο περιέργεια.
«Χωρίσαμε και δεν ήθελε να με ξαναδεί» του απάντησε κοιτάζοντας την άμμο.
«Μόλις αποκαλύφθηκε ένας φόβος σου».
«Κάτι θα συμβεί και δε μ' αρέσει καθόλου» του εξήγησε βάζοντας αντηλιακό στους κοιλιακούς του.
«Μην είσαι απαισιόδοξος. Κοίτα γύρω σου. Είσαι σε μια παραλία που κυκλοφορεί θηλυκό. Εσύ είσαι κολλημένος μόνο στη Μελίνα. Μπορεί κάποτε να σε παρατήσει για οποιοδήποτε λόγο. Θα σταματήσει και η ζωή σου;» τον συμβούλεψε ο Χρήστος.
«Η Μελίνα φίλε μ' αγαπάει και δεν είναι απ΄τις κοπέλες που βαριέται τόσο εύκολα. Δυο χρόνια είμαστε μαζί. Τώρα λες να το κάνει;» του απάντησε δείχνοντας ενοχλημένος από την αντίδρασή του.
«Δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον αυτό σου λέω».
«Εσύ κοίτα να γνωρίσεις καμία γιατί δε σε βλέπω καλά» απάντησε ο Άρης.
«Εγώ φίλε δεν έχω ανάγκη να ερωτευτώ. Άμα έρθει εκείνη η ώρα που θα το κάνω θα το συζητήσουμε».
«Καλά ρε εργένη» είπε κοροϊδευτικά βάζοντας το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά για να τα φτιάξει.
Ο Χρήστος σηκώθηκε για να πάει στη θάλασσα και ο Άρης τον ακολούθησε.
Η Μελίνα βρισκόταν στο δρόμο για το αεροδρόμιο θαυμάζοντας τα αξιοθέατα του Μονάχου μαζί με τη μητέρα της και την αδερφή της για τελευταία φορά. Είχαν μια ευχάριστη διάθεση που θα γυρνούσαν πίσω, αλλά η Μελίνα περισσότερο που θα έβλεπε ξανά τον Άρη. Ίσως όμως αυτή η επιστροφή να άλλαζε κάποια δεδομένα.
Η θάλασσα άρχιζε να βγάζει κύμα, καθώς τα αγόρια βγήκαν έξω για να στεγνώσουν. Ο Άρης άρχισε να πειράζει τα μαλλιά του για να βγάλει το νερό απ' έξω και ο Χρήστος τράβηξε την πετσέτα από την τσάντα του για να σκουπιστεί.
Ο Άρης άκουσε τον ήχο του messenger από το κινητό του και μπήκε να δει ποιος του έστειλε. Η Μελίνα ήταν ανυπόμονη και δεν άντεχε να μην του στείλει ένα μήνυμα πριν φύγει, παρόλο που ο Άρης πίστευε ότι θα γυρνούσε αύριο όπως του είχε πει.

Έρωτας & ΕφιάλτηςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin