«Άννα»
Πάλι η ίδια φωνή.
«Άννα σήκω επιτέλους»
«Ποιός είσαι;»
Η φωνή μου βγήκε τρομαγμένη.
Ένα χέρι χάιδεψε τα μαλλιά μου και με ταρακούνησε απαλά.
«Θα αργήσεις στην δουλειά»
Άνοιξα τα μάτια μου απότομα.
Ήμουν εξαντλημένη εντελώς. Δεν μου έφτανε ο ύπνος και δεν είχα καθόλου ενέργεια να πάω στην δουλειά.
Ήθελα τόσο πολύ να παραιτηθώ. Βέβαια τα χρήματα δεν έφταναν. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω οικονομική άνεση στην ζωή μου ή έστω να μπορώ να αισθανθώ πως μπορώ να ηρεμήσω πραγματικά.
«Έλα, θα σου πάρω πρωινό στον δρόμο»
«Άλεξ; Τι ώρα είναι;»
Είπα ακόμη κοιμησμένη.
«Είναι 8.30»
Όχι, όχι.
Η βάρδια μου αρχίζει στις 9.00. Θα με σκοτώσει η Κυρία Έφη έτσι και αργήσω.
«Δεν μπορώ.. σε παρακαλώ πες τους πως είμαι άρρωστη»
Είπα και έκανα στον Άλεξ τα γλυκά μάτια.
«Έχεις δέκα λεπτά να ετοιμαστείς αλλιώς θα σε πάρω με τις πιτζάμες και θα πας έτσι στην δουλειά»
«Καλά»
Είπα ενοχλημένη και σηκώθηκα.
«Σε περιμένω έξω»
Είπε ο Άλεξ και βγήκε έξω.
Γιατί βρισκόμουν στον καναπέ;
Θυμάμαι οτι κοιμήθηκα στο κρεβάτι.
Ντύθηκα και έτρεξα προς το αμάξι του Άλεξ.
Δεν είχα μάθει ακόμη να οδηγώ. Είχα προσπαθήσει αλλά δεν είχα καμία όρεξη. Ίσως ήταν φόβος ή απλούστατα βαρεμάρα. Ούτε που διάβαζα την θεωρία, έκανα όλα τα τεστάκια που έπρεπε στην τύχη.
«Σιχαίνομαι την δουλειά»
Παραπονέθηκα και ξεφύσηξα.
Δούλευα σε boutique ρούχων που κάθε κομμάτι κόστιζε πιο πολύ από την ψυχή μου.
«Έπρεπε να είχα γίνει σερβιτόρα ή κάτι»
«Πολύ γκρίνια σήμερα»
«Νυστάζω τόσο πολύ»
***
Η βάρδια μου είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος της όπως και η υπομονή μου.
Έχει μείνει μια ώρα.
Τα πόδια μου με πεθαίνουν.
Δεν είναι εύκολη η ορθοστασία για οκτώ ώρες με μόνο δεκαπέντε λεπτά διάλειμμα. Βέβαια υπάρχουν και πιο δύσκολες δουλειές αλλά αυτό δεν κάνει εύκολη την κατάσταση μου.
Πρέπει να κάνω υπομονή.
Τι είναι μια ώρα;
Είχε να εμφανιστεί πελάτης εδώ και αρκετές ώρες.
Δεν υπήρχε χειρότερη δραστηριότητα από το να κοιτάω τα ράφια με τα ρούχα και να αφήνω τις σκέψεις μου να τρέχουν ελεύθερες. Για κάποιο λόγο οι σκέψεις μου ήταν αρνητικές και θλιβερές.
Σκεφτόμουν πως χάνω τον χρόνο μου και πνίγω την δημιουργικότητα μου. Δεν θα ήθελα να κοιτάω αυτούς τους τέσσερις μουντούς τοίχους.
Θέλω να βγω έξω από εδώ, νιώθω σαν φυλακισμένη.
«Άννα είσαι καλά;»
Η φωνή της Λίντας με ξεσήκωσε.
«Κ-Καλά είμαι»
Είπα απότομα και ντράπηκα για την αφηρημάδα μου.
«Ξέρω πώς είσαι καινούργια
ακόμη αλλά προσπάθησε να είσαι
πιο ευπρόσδεκτη προς τους πελάτες.
Μην γυρνάς την πλάτη σου προς
την είσοδο και προσπάθησε να χαμογελάς»Το μυαλό μου πήγε στους πελάτες..
αχάριστες πλούσιες γυναίκες χωρίς τρόπους.
Γυναίκες που σε έκαναν να αισθάνεσαι σαν σκουπίδι, σαν υποδιέστερο ον. Όταν τις εξυπηρετούσα ένιωθα πιο πολύ σαν υπηρέτρια παρά σαν πωλήτρια.
Με κοιτούσαν με ύφος που δήλωνε αηδία και ίσως μια μίξη ειρωνείας.
«Άννα φεύγω. Κλείνεις εσύ το μαγαζί»
Είπε η Λίντα και η καρδιά μου χτύπησε δυνατά.
Δεν ήθελα να μείνω μόνη μου. Φοβόμουν να κλείνω το μαγαζί τα βράδια. Φοβόμουν μέχρι και τις κούκλες της βιτρίνας. Φανταζόμουν πώς κάποιος περιμένει στην γωνία ή μέσα στα αποδυτήρια ή κάπου κρυμμένος έτοιμος να με αρπάξει και να με σκοτώσει.
Θα μπορούσα να φύγω από τώρα. Ποιός θα έρθει τέτοια ώρα; Αλλά αν το μάθει η Κυρία Έφη θα τα ακούσω ή μπορεί να χάσω και την δουλειά μου μέχρι.
Κοιτάζω την πόρτα με απελπισία. Τα μάτια μου πέφτουν πάνω σε μια αντρική μορφή η οποία μπαίνει μέσα στο μαγαζί.
YOU ARE READING
Άννα
Mystery / Thriller«Το όνομα μου είναι Άννα, είμαι δεκαεννέα χρονών» Έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα που σύντομα μετατράπηκαν σε κλάματα με λυγμούς. «Τι σου είπα;» Πετάχτηκα. Η φωνή του με γέμισε φόβο. Το χέρι του...