16

162 4 2
                                    

Σταμάτησε το φιλί και έμεινε να με κοιτάζει. Παρατηρούσε το πρόσωπο μου. Εγώ ανεπαίσθητα κοίταξα κάτω. Δεν μου άρεσε να κοιτάζω τους άλλους στα μάτια όταν είχαν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μου, μου προκαλούσε άγχος και με έκανε να αισθάνομαι άβολα.

Άφησε τα χέρια μου και κατευθύνθηκε στα ντουλάπια του μπάνιου. Έβγαλε
από ένα συρτάρι ένα λευκό εσώρουχο με δαντέλα και ένα νυχτικό επίσης λευκό.

Με το που είδα το εσώρουχο ανακατεύτηκα, μπορούσα να τον φανταστώ να πηγαίνει σε ένα μαγαζί και να τον μαγνητίζει, να το ζητάει, τόσο απλά και τόσο αθώα και οι πωλητές να τον εξυπηρετούν δίχως
να γνωρίζουν πως αυτό θα το φορέσει μια γυναίκα που απήγαγε για να ικανοποιεί όλες τις ορέξεις του γιατί φοβάται για την σωματική της ακεραιότητα, για την ζωή της.

«Φόρεσε τα»
Σκούπισα το σώμα μου με την πετσέτα και τα φόρεσα βιαστικά.

***

Το πάτωμα της κουζίνας ήταν παγωμένο, έκανε τα δάχτυλα μου
να πονάνε καθώς το κρύο εισχωρούσε μέσα τους.

Τα μαλλιά μου ήταν
ακόμα βρεγμένα και δεν βοηθούσαν να κρατήσω την θερμοκρασία μου, έστω να μην τρέμω. Καθόμουν στην τραπεζαρία η οποία ήταν κολλητά με την κουζίνα. Μπορούσα να τον δω να ετοιμάζει το φαγητό.

Δεν τολμούσα να μιλήσω, όχι
ακόμα τουλάχιστον, σκεφτόμουν
τι και πώς θα τον ρωτήσω ώστε να μην νευριάσει και με χτυπήσει ή παραβιάσει το σώμα μου.

Ξαφνικά άκουσα έναν ήχο και πετάχτηκα από τον φόβο μου. Ήμουν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις μου που δεν είδα το πιάτο που τοποθέτησε μπροστά μου.

Αντίκρισα το περιεχόμενο του και ένα συναίσθημα αηδίας ξύπνησε από μέσα μου. Δεν θα άγγιζα ποτέ κάτι τέτοιο αλλά τώρα ήταν θέμα ανάγκης, δεν μπορούσα να έχω προτιμήσεις.

Έκατσε απέναντι μου και κόλλησε
τα μάτια του πάνω στα δικά μου.

Πήρα μια κουταλιά και ανάγκασα τον εαυτό μου να καταπιεί.

Άφησα το κουτάλι κάτω και πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω κάτι.

«Γιατί με έφερες εδώ;»

Πέρασε ένα λεπτό σιγής. Προσπαθούσα να καταλάβω
πως αισθανόταν.

Νευρίασε;

Ενθουσιάστηκε;

Σοκαρίστηκε;

Δεν μπορούσα να διαβάσω κανένα συναίσθημα στο πρόσωπο του.

«Δεν σου έδωσα άδεια να μιλήσεις»

Σήκωσα το κουτάλι και το χτύπησα  στο μπολ ώστε να δείξω τον εκνευρισμό μου.

Ήθελα τόσο πολύ
να τον προσβάλλω, ή ακόμα καλύτερα να του βγάλω τα μάτια με το κουτάλι.

«Μπορώ να μιλήσω τώρα;»

Είπα φανερά εκνευρισμένη

«Φάε το φαγητό σου και θα δεχτώ μια ερώτηση»

Ποιος νομίζει πως είναι;

Άρχισα να τρώω τις νιφάδες βρώμης που είχε πολτοποιήσει λαίμαργα. Τις κατάπινα δίχως να τις γεύομαι.

«Καλό κορίτσι. Έλα κάθισε στην αγκαλιά μου τώρα»

Άννα Where stories live. Discover now