23

153 5 0
                                    

Η φλόγα έπαιζε στα δάχτυλα του και θόλωνε την γραμμή ασφάλειας και κινδύνου.

Παρόλο που λάτρευα να βλέπω την φωτιά να χορεύει στο τζάκι, την φοβόμουν.

Φοβόμουν την δύναμη που είχε.

Δεν μου άρεσε ποτέ να είμαι κοντά σε φωτιά ή να πειραματίζομαι με αυτή. Μου δημιουργούσε άγχος.

Πήρα μια ανάσα που δεν με ανακούφισε.

Ένιωθα ένα ατελείωτο βάρος στο στήθος μου που με εμπόδιζε από το
να ηρεμήσω έστω και λίγο.

Ήθελα να κλείσω τα μάτια μου πάλι.

Δεν υπήρχε χειρότερος θάνατος για εμένα από το να με κάψει ή να με θάψει ζωντανή.

Μπορούσα μόνο να φανταστώ το μαρτύριο και τον πόνο που θα περνούσα μέχρι να πεθάνω.

Θα ήμουν ολομόναχη και θα ούρλιαζα από τον τρόμο και τον πόνο. Τι είναι χειρότερο από αυτό;

Τον κοίταξα και αντίκρισα το χαμόγελο του.

Πώς έπαιρνε ευχαρίστηση από αυτό;

«Γιατί σου αξίζει να αναπνέεις;»

Η φωνή του έκανε τον κόμπο στο στομάχι μου να σφίξει περαιτέρω.

Μπορούσα μόνο να κοιτάξω τον αναπτήρα στο χέρι του.

«Γιατι.. Δεν το ήθελα»

Η φωνή μου ήταν ένας ψίθυρος.

Είδα το κεφάλι του να κουνιέται σε ένδειξη αποδοκιμασίας.

Προσπάθησα να απελευθερωθώ από την λαβή του ή έστω να κουνήσω τα πόδια μου αλλά ήταν απίθανο.

Τα χέρια μου ήταν πλήρως ακινητοποιημένα και το γόνατο
του ήταν ανάμεσα στα πόδια μου.

Έφερε τον αναπτήρα στο πρόσωπο μου.

Προσπάθησα να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Δεν έπρεπε να αντιδράσω.

«Συγγνώμη...»

Τι ήθελε από εμένα;

«Είπα στον εαυτό μου πως δεν θα πειράξω το πρόσωπο σου αλλά το σώμα σου θα το διαλύσω. Θα αφήσω παντού σημάδια και μελανιές. Θα κάνω ότι με ευχαριστεί πάνω σου»

Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια
μου και ούτε να τα σκουπίσω δεν μπορούσα.

Πήρα άλλη μια ανάσα, βαθιά αλλά καθόλου ικανοποιητική.

«Συγγνώμη, Συγγνώμη. Δεν θα το ξανακάνω ποτέ. Ήμουν ηλίθια..όχι.. είμαι ηλίθια»

Τα δάκρυα χόρευαν σε όλο το σώμα μου.

Το χαμόγελο δεν είχε φύγει από το πρόσωπο του.

Άγγιξε τον αναπτήρα στο μπράτσο μου και η φλόγα έκαψε την επιδερμίδα μου.

Μια δυνατή κραυγή πόνου βγήκε από μέσα μου.

«Πες μου τι είσαι;»

«Ηλίθια»

Είπα αδύναμα.

Άγγιξε ξανά τον αναπτήρα στο μπράτσο μου σε διαφορετικό σημείο.

«Είμαι ηλίθια. Είμαι εντελώς ηλίθια..»

Μύριζα την σάρκα μου να καίγεται και ούρλιαζα από τον πόνο και τον τρόμο.

«Σ-Σε ι-ικετεύω.. λυπάμαι. Συγγνώμη. Συγχώρεσε με.. Σ-Σε πα-παρακαλώ»

Δεν μίλησε.

Έσκισε το ρούχο μου και άρχισε να παίζει με τον αναπτήρα πολύ κοντά στην επιδερμίδα μου.

Ο πόνος ήταν αφόρητος.

«Σ-Συγγνώμη. Στο ορκι-ορκίζομαι. Δεν θα σε παρακούσω...ποτέ ξανά »

Ζαλιζόμουν αφόρητα.

«Συ- Συγγνώμη»

«Είσαι τόσο ανόητη, το ξέρεις;»

«Ε- Είμαι..»

Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στα δικά μου.
























Άννα Where stories live. Discover now