29

101 10 7
                                    

«ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ!»

Η ησυχία έπνιγε το δωμάτιο.

Δεν είχαν φύγει αλλά ένιωθα σαν να είμαι μόνη μου.

Γιατί είναι εδώ;

Σίγουρα είχαν συναντηθεί για να μιλήσουν αλλά αντί για αυτό απλούστατα κάθονταν σιωπηλοί.

Πώς εγώ μπλέκομαι σε όλο αυτό;

Γιατί να φέρει έναν άλλο άνθρωπο για να με δει;

Είχα τόσες πολλές ερωτήσεις και δυστυχώς καθόλου απαντήσεις.

Πρέπει να προσπαθήσω να μιλήσω με τον καλεσμένο.

Δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την κατάσταση μου ούτε να θέλει να με βοηθήσει αλλά δεν μπορούσα να τα παρατήσω.

Ίσως μπορούσα σταδιακά να τον σπάσω, να τον κάνω να πρέπει να με βοηθήσει.

«Αν δεν με βοηθήσεις τότε θα μπλέξεις και εσύ με την αστυνομία. Θα σε πάνε φυλακή»

Η φωνή μου ακολούθησε τις σκέψεις μου.

Ήμουν ήρεμη. Πολύ πιο ήρεμη από τον συναισθηματικό μου κόσμο.

Ένιωθα τόσο θυμό. Ήθελα να τους χτυπήσω και έπειτα να τσιρίξω με όλη μου την καρδιά.

Άκουσα κάποιον να χασκογελάει.

«Όλο το ίδιο λάθος κάνεις. Συνέχεια επιλέγεις τον ίδιο τύπο γυναίκας. Θα μπορούσες να την δώσεις σε εμένα και να την διαμορφώσω όπως επιθυμείς»

Να με διαμορφώσει;

Ένα συναίσθημα αηδίας και ενόχλησης με διαπέρασε.

Ο απαγωγέας μου δεν είχε μιλήσει καθόλου. Με έκανε να απορώ αν είναι πραγματικά στο δωμάτιο μαζί μας.

«Ξέχασες την θέση σου;»

Η φωνή του ήταν ψυχρή και δυναμική. Ήταν από τα άτομα που όταν μιλούσαν όλο το δωμάτιο σταματούσε και άκουγε με προσοχή. Όχι από θαυμασμό αλλά από φόβο και δέος.

Σε εμένα απευθύνεται;

Να απαντήσω;

Δεν μπορούσα να δω τίποτα καθώς μου είχε κλείσει τα μάτια έτσι δεν μπορούσα να αντιληφθώ πολλά πράγματα.

Ήμουν αρκετή ώρα πλήρως ακινητοποιημένη με τα μάτια κλειστά. Το συναίσθημα ήταν απαίσιο.

Οι σκέψεις μου πήγαν πάλι στην ερώτηση του.

Ξέχασες την θέση σου;

Τι θα απαντούσα;

Σίγουρα και να ήθελα δεν μπορούσα να την ξεχάσω. Κάθε μέρα μου θύμιζε πως η ζωή μου είναι στα χέρια του. Πώς είμαι το παιχνίδι του και όποτε με βαρεθεί μπορεί να με ξεφορτωθεί. Ακόμα και τώρα ήμουν στο έλεος του.

Ποιός ξέρει τι θα μου κάνει όταν φύγει ο "καλεσμένος" ή οποιοδήποτε και ας είναι αυτός ο άντρας.

«Εγώ απλούστατα θέλω να σε βοηθήσω»

Η φωνή που ακούστηκε άνηκε στον καλεσμένο.

Εξέφραζε φόβο. Πλέον το ύφος του είχε αλλάξει και από χαλαρό και ειρωνικό είχε γίνει υποτακτικό.

Τι έγινε;

Φοβάται τον απαγωγέα μου; Αν ναι, τότε γιατί;

Τι σχέση έχουν μεταξύ τους;

Οι σκέψεις μου πήγαν στον απαγωγέα μου. Μήπως είναι έμπορος λευκής σαρκός;

Τόση ώρα δεν είχε μιλήσει. Μόνο η ερώτηση του ήταν αρκετή για να αλλάξει όλη την ατμόσφαιρα.

«Πρέπει να πηγαίνω»

Τα λόγια του καλεσμένου συνοδεύτηκαν από απόλυτη σιωπή.

Το στομάχι μου σφίχτηκε. Αν φύγει την έβαψα.

Πώς θα έφευγε και θα με άφηνε εδώ;

Δεν αισθανόταν απαίσια; Ένοχα;

Πίεσα τον εαυτό μου να ζητήσει ξανά για βοήθεια.

Ίσως ήμουν εντελώς ανόητη αλλά σε αυτή την κατάσταση δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο.

«Μην φύγεις! Θα με σκοτώσει αν φύγεις»

Τα λόγια μου συνοδεύτηκαν απο τον ήχο ενός χτυπήματος και ύστερα απο κάποιον να ανασαίνει βαριά.

Άννα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora