Ήταν ο ζωγράφος και εγώ ο καμβάς που περίμενε με ανυπομονησία να με ζωγραφίσει, να δημιουργήσει τέχνη πάνω μου.
Ήταν ο κιθαρίστας και εγώ η κιθάρα που καθόταν υπομονετικά στην θέση της και περίμενε τα δάχτυλα του να χαϊδέψουν τις χορδές μου ώστε να βγάλω μια γλυκιά μελωδία που θα πλημμυρίσει το δωμάτιο και θα τον ευχαριστήσει.
Δεν είχα καμία προσδοκία, απλούστατα περίμενα να αποφασίσει τι θέλει να κάνει με εμένα.
Το σώμα μου τον κοιτούσε και του εκμυστηρεύοταν πόσο ανάγκη τον έχει.
Ήταν ανόητο που μόνο τα δάχτυλα του μπορούσαν να βγάλουν κάποια αντίδραση από εμένα.
Αντίκρισα το χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο του.
Κοίταξα τα χείλη του και μου θύμισαν ένα λιβάδι, ένα λιβάδι στο οποίο ήθελα να χαθώ μέσα. Ήθελα να ακουμπήσω κάθε κομμάτι του και έπειτα να το αφήσω να με καταπιεί.
Όλες μου οι άμυνες είχαν εξαφανιστεί. Είχα ανοίξει τις πόρτες του κάστρου μου και περίμενα να έρθει να με κατακτήσει.
Περίμενα να εισβάλλει μέσα στο κάστρο και να το διεκδικήσει σαν να έχει γραμμένο το όνομα του, σαν να του ανήκει.
Είχε καταφέρει και έριξε την ασπίδα μου, αποκάλυψε τους λόφους μου, πέρασε το ρυάκι μου και έκανε τις πόρτες μου να ανοίξουν.
Μπορούσε να διασχίσει το μονοπάτι προς τις πόρτες δίχως καμία αντίσταση.
Γιατί δεν κατακτούσε αυτό που ήθελε;
Τα δάχτυλα του ακούμπησαν το μπούτι μου αρκετά κοντά στο σημείο το οποίο αναζητούσε απεγνωσμένα το άγγιγμα του, διψούσε για αυτό και μια βαριά ανάσα ξέφυγε από τα χείλη μου.
Τρελαινόμουν;
Γιατί συμπεριφέρομαι έτσι;
Ένα γέλιο τρύπησε το δωμάτιο.
Γιατί γελάει;
Δεν του αρέσει αυτό που βλέπει;
Δεν του αρέσω;
Με τα δύο χέρια του έπιασε το πρόσωπο μου έτσι ώστε παγίδευσε τα μάγουλα μου ανάμεσα στις παλάμες του και την ικανότητα μου να κουνήσω το κεφάλι μου ελεύθερα.
Ήρθε κοντά στο αυτί μου και μου ψιθύρισε
«Δείξε μου πόσο με θέλεις. Ακούμπησε τον εαυτό σου όπως επιθυμείς να σε αγγίξω τώρα»
Η φωνή του ήταν βαθιά όπως πάντα αλλά είχε πλέον μια ερωτική νότα.
«Να α-αγγίξω τον εαυτό μου;»
Ρώτησα ξαφνιασμένη και ντροπιασμένη.
«Ν-Ναι»
Πάλι με κορόιδευε.
«Σ-Σε πα-παρακαλώ άγγιξε με εσύ»
Γιατί το είπα αυτό;
Δεν είχα αγγίξει ποτέ τον εαυτό μου και θα άφηνα αυτόν να το κάνει;
Φοβόμουν και ντρεπόμουν να το παραδεχτώ.
Θα ακουγόταν γελοίο στα αυτιά του όπως στα αυτιά κάθε ανθρώπου.
Γιατί ενδιαφέρομαι για την άποψη του;
Δεν είχα εμπειρία καθόλου.
Αισθανόμουν υπερβολικά άβολα κάθε φορά που κάποιος ανέφερε αυτό το θέμα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει αυτές τις πράξεις.
Θα ήθελα να με καταπιεί η Γη έτσι και κάποιος με έβλεπε να είμαι τόσο ευάλωτη και προκλητική.
Δεν ήθελα να αγγίξω τον εαυτό μου, όχι με τον τρόπο που ήθελε αυτός.
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.
Φαινόταν να το διασκεδάζει.
«Αν δεν μπορείς να αγγίξεις τον εαυτό σου για εμένα τότε δεν με θέλεις αρκετά»
Δεν είχε αλλάξει ο τόνος της φωνής του.
Δεν ήξερα τι πήγαινε στραβά με το σώμα μου. Επιθυμούσε τόσο πολύ να ευχαριστηθεί από τα χέρια του. Θόλωνε την λογική μου και έπαιζε με την πιο προσωπική μου πλευρά.
Ήμουν άκρως ευάλωτη και για πρώτη φορά δεν προσπαθούσα να το κρύψω.
Με τα χέρια του έφερε το πρόσωπο μου κοντά στο δικό του και φίλησε το μέτωπο μου.
«Σε πειράζω. Ξέρω πως δεν είσαι έτοιμη. Μέχρι και να με παρακαλούσες δεν θα σου έδινα αυτό που θέλεις τόσο πολύ»
Τα λόγια του τρύπησαν την καρδιά μου.
Γιατί με απωθούσε;
«Γιατι;»
Ρώτησα ελαφρώς πληγωμένη.
«Θα καταλάβεις όσο είσαι μαζί μου πως δεν μπορείς να έχεις πάντα αυτό που θέλεις»
Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα τίποτα που ήθελα. Πάντα ήταν ένας αγώνας στον οποίο έτρεχα για να επιβιώσω όχι με την ελπίδα ή τον στόχο να κερδίσω κάτι.
Ήταν τόσο άδικη η ζωή μαζί μου.
«Σε απεχθάνομαι»
Είπα γεμάτη δηλητήριο και κακία.
Ποιόν κορόιδευα; Είχα προσφέρει το σώμα μου σαν να ήταν θυσία.. τα χέρια μου δεν κάλυπταν το στήθος μου, τα πόδια μου ήταν ανοιχτά και ο λαιμός μου εκτεθειμένος.
Περίμενα να έρθει να με καταβροχθίσει.
Ήταν σαν να τον παρακαλούσα.
Όσο και να ήθελα να το αρνηθώ δεν μπορούσα.
Μέχρι και η καρδιά μου το μαρτυρούσε η οποία κόντευε να βγει από μέσα μου και να γλιστρήσει στα χέρια του.
YOU ARE READING
Άννα
Mystery / Thriller«Το όνομα μου είναι Άννα, είμαι δεκαεννέα χρονών» Έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα που σύντομα μετατράπηκαν σε κλάματα με λυγμούς. «Τι σου είπα;» Πετάχτηκα. Η φωνή του με γέμισε φόβο. Το χέρι του...