28

114 7 6
                                    

«Άνοιξε επιτέλους»

Η φωνή ήταν βαριά και γεμάτη συναίσθημα.

Μπορούσα να διακρίνω την ενόχληση και την απογοήτευση που έσταζε από αυτή.

Άνηκε σίγουρα σε άντρα.

Άκουσα τον απαγωγέα μου να αναπνέει με εκνευρισμό.

Σίγουρα είχε ακούσει την φωνή και αυτός.. αλλιώς γιατί να αντιδρούσε έτσι; Δεν είναι πως τον είχα ενοχλήσει κάπως.

Γιατί δεν ανοίγει την πόρτα;

Το δάχτυλο του έκανε βόλτες στα χείλη μου, τα ακουμπούσε απαλά.

Υπήρχε μια τρυφερότητα στο άγγιγμα του όταν αφορούσε το πρόσωπο μου, μια τρυφερότητα που αν δεν ήταν αυτός που ήταν θα αναζητούσα απεγνωσμένα.

Απορούσα για ποιο λόγο με χτυπούσε και με βασάνιζε ενώ ήταν ικανός για τέτοια τρυφερότητα;

Άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

Τι γίνεται;

«Άννα, άκουσε με. Πάω να ανοίξω. Όταν έρθει ο καλεσμένος δεν θα βγάλεις άχνα»

Έμεινα σιωπηλή.

«Θα υπάρχουν χειρότερες συνέπειες από σήμερα αν παρακούσεις. Κατάλαβες;»

Χειρότερες συνέπειες;

Τι χειρότερο μπορεί να κάνει;

«Κατάλαβα»

Με αυτό έφυγε από το δωμάτιο και πήγε να ανοίξει.

Ένιωσα μια γαλήνη όταν έφυγε, έστω και αν ήταν για λίγο χρονικό διάστημα.

Δεν μπορούσα όμως να επιτρέψω στον εαυτό μου να πνιγεί σε αυτό το συναίσθημα. Προτεραιότητα είχε η ασφάλεια μου, να καταφέρω να φύγω από αυτή την κόλαση.

Άρχισα να χτυπιέμαι και να κουνάω τα χέρια μου σε προσπάθεια κάπως να τα απελευθερώσω.

Έπρεπε να σκεφτώ κάτι. Δεν είχα ιδέα ποιος άνθρωπος έρχεται και τι προθέσεις έχει.

Είναι έμπορος λευκής σαρκός;

Μήπως είναι κάποιος που ήρθε να με βοηθήσει;

Που είμαι άραγε;

Είμαι αρκετά μακριά από το σπίτι μου;

Οι σκέψεις μου ήταν εντελώς μπερδεμένες, αντανακλούσαν την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόμουνα.

Άκουσα βήματα.

Η πόρτα είχε ανοίξει.

Βρισκόντουσαν πλέον μέσα στο σπίτι και κατευθύνονταν προς το δωμάτιο στο οποίο ήμουν.

Η ανάσα μου επιταχύνθηκε.

Όχι, όχι, όχι.

Αν φέρνει το άτομο αυτό εδώ που είμαι σημαίνει πως γνωρίζει για εμένα και δεν είναι εδώ για να με βοηθήσει.

Με κάθε βήμα τους βούλιαζε και η ελπίδα της δραπέτευσης μου.

«Αυτή είναι η Άννα»

Είπε ο απαγωγέας μου σαν να είμαι κάποιο έκθεμα.

Πρέπει να φωνάξω για βοήθεια.

Η καρδιά μου σπαρταρούσε μέσα στο στήθος μου.

Μπορούσα να ακούσω την ανάσα μου τόσο δυνατά.

«Βοήθεια! Βοήθησε με!»

Έγινε ακόμα πιο έντονη η αναπνοή μου.

«Άλλη φορά να της κλείσεις και το στόμα»

Ήθελα να κλάψω μέχρι να μην μπορώ πλέον να αναπνεύσω, μέχρι να μην μπορώ πια να εκφράσω την στεναχώρια μου με δάκρυα.

Μετά από τόσο καιρό έρχομαι σε επαφή με άλλον άνθρωπο και αρνείται να με βοηθήσει. Διασκεδάζει με τον πόνο μου.

«Βοήθησε με! Με απήγαγε! Με κρατάει εδώ μέσα με το ζόρι.

Παρόλο που μου είχε δείξει πως δεν σκοπεύει να με βοηθήσει έπρεπε να προσπαθήσω ξανά και ξανά.

Έπρεπε να καταφέρω να βγάλω κάποιο συναίσθημα από μέσα του ώστε να με βγάλει από αυτή την κόλαση.

Δεν υπήρχε περίπτωση να τα παρατήσω.

Εάν δεν με βοηθήσει δεν ξέρω τι θα απογίνω.

Ρίσκαρα πάρα πολλά με αυτό που έκανα.

Εάν αυτός ο άνθρωπος έφευγε δίχως να με βοηθήσει θα υπέφερα πολύ.

Φοβόμουν μόνο στην σκέψη του να εμένα πάλι μόνη μου μαζί με τον απαγωγέα μου.

Μόνο η φωνή του ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει φόβο και άγχος.












Άννα Where stories live. Discover now