5

185 9 7
                                    

«Καλησπέρα σας»

Τα μάτια του ούτε καν πέφτουν πάνω στα δικά μου.. σαν να είμαι κατώτερη και ανάξια της προσοχής του.

Παρατηρεί τις κρεμάστρες με τα ρούχα με απόλυτη συγκέντρωση και λεπτομέρεια.

«θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω κάπως;»

Ρωτάω με γλυκό αλλά επίσημο τόνο.

Δεν λαμβάνω απάντηση.

Μήπως δεν με άκουσε;

Είμαι σίγουρη οτι μίλησα δυνατά.

«Ψάχνετε για κάτι συγκεκριμένο;»

Τον κοιτάζω προσπαθώντας να καταλάβω τι σκέφτεται.

Με αγνοεί;

Τι δουλειά έχει ένας νεαρός άντρας εδώ.. όχι πως δεν έχει το δικαίωμα να βρίσκεται εδώ.. αλλά τα ρούχα εδώ δεν μοιάζουν με ρούχα που θα φορούσε.

Είναι από πάνω μέχρι κάτω ντυμένος στα μαύρα και περιποιημένος.

Η boutique ρούχων έχει άκομψα κομμάτια, κομμάτια που δεν θα φορούσε κάποιος νέος σε ηλικία εκτός αν ήθελε να δείξει πως έχει χρήματα.

Βέβαια εμφανισιακά.. δεν θα είχε πρόβλημα. Ότι και να φορούσε θα έδειχνε όμορφο πάνω του.

«Τι νούμερο φοράτε;»

Με ρώτησε και έδειξε με το χέρι του μια κρεμάστρα με ένα μαύρο δαντελωτό σουτιέν.

Κοκκίνησα ολόκληρη.

Άννα μάλλον δεν άκουσες καλά.

Είπα στον εαυτό μου ανήσυχα.

«Με συγχωρείτε;»

«Τι νούμερο φοράτε;»

Επανέλαβε.

Αυτή την φορά σίγουρα άκουσα καλά.

Δεν είχε καμία ντροπή πάνω του;

Δεν μπορούσα να σχηματίσω λέξεις.

Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από το άγχος και την ντροπή.

Συνηθίζω να αγχώνομαι πολύ συχνά, βασικά σε καθημερινή βάση.

«Τι ώρα κλείνει το κατάστημα;»

Ρωτάει με κοφτό τόνο.

«Σε μισή ώρα»

Σε δέκα λεπτά κλείνει αλλά πάντα κάθομαι παραπάνω.

Δεν νιώθω καθόλου άνετα μαζί με αυτό τον άντρα.

Φοβάμαι.

Κάτι μέσα μου με κάνει να θέλω να φύγω μακριά του, ίσως ο τρόπος που μιλάει, περπατάει.. όλη η παρουσία του σου γεννάει τρόμο και ανησυχία.

Είναι επιβλητικός και κομψός αλλά κρύβει μια τρέλα.

Με πλησιάζει και για πρώτη φορά με κοιτάζει.

«Το κατάστημα θα λειτουργήσει και αύριο;»

Δυστυχώς είναι ανοιχτό επτά μέρες την εβδομάδα.

«Μάλιστα, είναι ανοιχτό κάθε μέρα μεχρ-

Πριν προλάβω να τελειώσω την πρόταση μου, μου έπιασε το χέρι.

Με το άλλο μου χέρι προσπάθησα να απελευθερωθώ από την λαβή του αλλά μάταια.

«Άφησε με»

Είπα ταραγμένη.

Τα μάτια του για πρώτη φορά έπεσαν πάνω στα δικά μου.

Δεν ήταν από τα μάτια που σε κοιτάζουν και σου υπόσχονται γαλήνη και αγάπη, που μένουν στα όνειρα.

Όχι ... είμαι μόνο εγώ και αυτός.

«Άσε το χέρι μου!»

Γιατί δεν με αφήνει;

«ΒΟΗΘΕΙΑ!»

Φωνάζω όσο πιο δυνατά μπορώ.

«Ήθελα να σας ζητήσω συγγνώμη για τον τρόπο μου πριν»

Λέει και αφήνει το χέρι μου.

Ποιός το κάνει αυτό;

Είναι τρελός.

«Μην ανησυχείτε»

Η φωνή μου βγαίνει μικρή και κουρασμένη.

«Είχα μια δύσκολη μέρα και ήμουν απότομος και αγενέστατος χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο»

Γνέφω καταφατικά και πιέζω τον εαυτό μου να χαμογελάσει.

Πολλές φορές χρησιμοποιούσα το χαμόγελο μου πιο πολύ σαν άμυνα παρά για να εκφράσω συναίσθημα χαράς.

«Καλό σας βράδυ»

Μου λέει και φεύγει από το κατάστημα.

Ήταν ώρα να πάω σπίτι.

Ο Άλεξ θα με περίμενε.

Πάντα ερχόταν να με πάρει από την δουλειά και του ήμουν ευγνώμων για αυτό. Ειδικότερα τώρα που δεν ξέρω αν αυτός ο άντρας θα είναι κάπου έξω ή θα έφυγε.

Βγάζω το κινητό μου από την τσάντα μου και παίρνω τηλέφωνο τον Άλεξ.

«Έλα Άννα, θα αργήσω λίγο σήμερα»














Άννα حيث تعيش القصص. اكتشف الآن