Δεν είναι δικό μου το λάθος.
Αυτός με τραυματίζει, αυτός με χτυπάει.
Με αηδιάζει που είμαι σε αυτή την θέση, τόσο αδύναμη.
Τον κλοτσάω με δύναμη όπου μπορώ.
Πρέπει να απελευθερώσω τα χέρια μου.
Δεν πρέπει να το βάλω κάτω.
Τον κλοτσάω ξανά.
Δεν τον πόνεσε;
Τον κοιτάζω αστραπιαία. Η έκφραση του έχει αλλάξει, είναι σοβαρός.
Με χαστουκίζει.
Νιώθω πως θα μου φύγει κάποιο δόντι με την δύναμη που το χέρι του έπεσε πάνω στο μάγουλο μου.
Πονάει πολύ, καίει.
Ακόμα νιώθω το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου.
Τον κλοτσάω στα αχαμνά με όση δύναμη έχω και η λαβή του στα χέρια μου χαλαρώνει εντελώς.
Του δίνω άλλη μια κλοτσιά και μια κραυγή πόνου βγαίνει από μέσα του.
Η κραυγή του θυμίζει ζώο.
Απελευθερώνω τα χέρια μου και τρέχω με απίστευτη ταχύτητα στην πόρτα.
Την ανοίγω μόνο και μόνο για να αντικρίσω μια σκάλα που οδηγεί σε μια άλλη πόρτα.
Τον ακούω να ανασαίνει βαριά.
Ανεβαίνω τα σκαλιά και αγγίζω το παγωμένο πόμολο.
Ακούω τα βήματα του.
Γυρίζω το πόμολο της πόρτας αλλά είναι κλειδωμένη.
Το γυρίζω ξανά και ξανά.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και τα χέρια μου τρέμουν.
Η πόρτα θα καθορίσει την ελευθερία μου.
Δοκιμάζω ξανά και ξανά.
Ουρλιάζω και χτυπιέμαι.
Έπρεπε να το φανταστώ.
«Μη»
Πότε με έφτασε;
Νιώθω την αναπνοή του στο σβέρκο μου.
Δεν τολμώ να γυρίσω και να τον αντικρίσω.
Φοβάμαι για το τι θα ακολουθήσει.
«Άνοιξε! Άνοιξε!»
Χτυπάω τις γροθιές μου στην πόρτα.
«Σε παρακαλώ... Άνοιξε μου»
Λέω στον απαγωγέα μου και τρέμω.
Πάντα μου προκαλούσαν φόβο οι κλειδωμένες πόρτες.
Ο φόβος αυτός είχε ξεκινήσει από όταν ήμουν μικρή.
Όταν πήγαινα σχολείο και ένα αγόρι είχε κλειδωθεί μαζί με εμένα και
δύο άλλα άτομα, την φίλη μου και τον
φίλο του στο μπάνιο. Αυτό το αγόρι το φοβόμουν γιατί δεν σεβόταν τα
όρια μου και με ακολουθούσε παντού. Εκβίαζε τις φίλες μου ώστε να μην μου μιλάει κανένας παρά μόνο αυτός. Δεν ήθελα να βρίσκομαι μαζί του
γιατί ένιωθα ανασφάλεια και αηδία.Θυμάμαι όταν είχαμε κλειδωθεί
είχα φοβηθεί πιο πολύ από όσο έχω σε ολόκληρη την ζωή μου. Θυμάμαι τον εαυτό μου να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει, να δυσκολεύεται να πάρει ανάσα.Ποτέ μου δεν είχα αισθανθεί τόσο έντονα συναισθήματα.
Ήμουν ευγνώμων που ήταν και η φίλη μου μαζί μου αλλά μου προκαλούσε τρομερή ανησυχία πως και αυτός βρισκόταν εκεί.
Τον θυμάμαι να κλείνει το φως επίτηδες και εγώ και η φίλη μου να του ζητάμε να το ανοίξει.
Εγώ τον παρακαλούσα και έκλαιγα
με λυγμούς. Η ανάσα μου γινόταν γρήγορη και δεν μπορούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Η φίλη μου φώναζε.Αυτός εκμεταλλεύτηκε αυτή την στιγμή αδυναμίας μου και διάλεξε
να βάλει τα χέρια του γύρω μου παρόλο που γνώριζε ότι με έκανε
να αισθάνομαι άβολα και ποτέ δεν
με ρώτησε αν είναι κάτι που επιθυμώ. Ήταν ένα παιχνίδι. Διασκέδαζε τον τρόμο μου και έπαιζε με αυτόν.Δεν με άφηνε ήσυχη ποτέ και εγώ δεν μιλούσα στους γονείς μου για αυτό ποτέ. Η ντροπή κρατούσε το στόμα μου κλειστό αλλά από την άλλη δεν
θα έκαναν και τίποτα για να με βοηθήσουν.Μου πήρε χρόνια να νιώσω άνετα μετά από αυτό το περιστατικό και
να κλειδώσω κάποια πόρτα ξανά. Κλειδώνω πόρτες μόνο αν εγώ έχω
το κλειδί ή εμπιστεύομαι το άλλο άτομο που κλειδώνει την πόρτα.«Άνοιξε μου»
Ψιθυρίζω πιο πολύ στον εαυτό μου.
Κλαίω με λυγμούς.
Το χέρι του πιάνει τον λαιμό μου και με γυρίζει ώστε να τον κοιτάζω στα μάτια.
«Μην προσπαθείς»
Η φωνή του σταθερή και ήρεμη.
Δεν βγάζω άχνα.
«Δεν υπάρχει τίποτα για εσένα εκεί έξω. Κανένας που να ενδιαφέρεται»
Το γέλιο της μητέρας μου αντηχεί στο δωμάτιο.

ESTÁS LEYENDO
Άννα
Misterio / Suspenso«Το όνομα μου είναι Άννα, είμαι δεκαεννέα χρονών» Έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου για να μην το ξεχάσω. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα που σύντομα μετατράπηκαν σε κλάματα με λυγμούς. «Τι σου είπα;» Πετάχτηκα. Η φωνή του με γέμισε φόβο. Το χέρι του...