19

178 6 3
                                    

Την έβλεπε που παρατηρούσε το χώρο γύρω της προσεκτικά και χαμογέλασε στην σκέψη του να είναι μόνη της, φοβισμένη και να τον ψάχνει,να τον λαχταράει η ψυχή της.

Διέτρεξε το χέρι του στο χερούλι της καρέκλας που καθόταν.

Αναρωτήθηκε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα της.

Το δωμάτιο ήταν κρύο και ήταν σίγουρος πως θα κρύωνε, πως θα προτιμούσε να μείνει κάτω από το σεντόνι που της είχε αφήσει.

Τα μάτια του ήταν κολλημένα πάνω της.

Περίμενε στην γωνία του δωματίου, στο πιο σκοτεινό σημείο της. Αυτή δεν μπορούσε να τον δει αλλά αυτός μπορούσε να δει τα πάντα, μπορούσε να ακούσει τα πάντα.

Του άρεσε να την παρατηρεί και του άρεσε όταν τον είχε ανάγκη. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως θα γινόταν η καλύτερη του κούκλα, η πιο υπάκουη, η πιο τέλεια δημιουργία του.
Όλες οι άλλες είχαν αποτύχει, ήταν ανίκανες, άθλιες γυναίκες που δεν άξιζαν τον χρόνο του και την προσοχή του, την φροντίδα του. Είχε κάνει τόσα πολλά για αυτές και αυτές τον απογοητεύαν κάθε φορά, ήταν ιδιότροπες αλλά με αυτή την κούκλα ένιωθε κάτι το διαφορετικό, έβλεπε πως έχει τις προοπτικές για να γίνει αυτό που αναζητούσε, αυτό που του άξιζε.

Τα μάτια του πέσανε πάλι σε αυτή, ανυπομονούσε για να δει τι θα κάνει.

Της είχε λύσει τα πόδια έτσι ώστε
να μπορεί να κινείται στον χώρο ελεύθερα. Ανάλογα με το τι  θα επέλεγε να κάνει τώρα που πίστευε ότι είναι μόνη της θα έπαιρνε την απόφαση του για αυτή, θα έβλεπε πραγματικά τι άνθρωπος είναι.

Άραγε θα σηκωνόταν για να δει το γράμμα που της άφησε ή θα το αγνοούσε;

Ποια θα ήταν η αντίδραση της;

Του άρεσε να την κοιτάζει χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, του έδινε την ίδια ικανοποίηση που του είχε δώσει όταν την είδε για πρώτη φορά, μια μέρα τόσο ξεχωριστή για τον ίδιο. Μια μέρα που του έδωσε ελπίδα και ίσως χαρά.

Ακόμα θυμόταν το πρόσωπο της, τόσο όμορφο, τόσο αγνό μέχρι και γεμάτο με μελανιές. Βέβαια δεν του άρεσαν
οι μελανιές στο πρόσωπο της διότι είχαν προκληθεί από άλλο άτομο. Ακόμα θυμόταν τα μάτια της τα οποία τον είχαν μαγνητίσει και του είχαν υποσχεθεί πως είναι δικιά του, πως
θα του ανήκει για πάντα.

Του έκανε εντύπωση πως τόση ώρα δεν είχε κάνει καμία κίνηση, καθόταν στο κρεβάτι της γεμάτη στο άγχος. Φαινόταν τόσο παθητική αλλά παρόλα αυτά δεν μπορούσε να αρνηθεί τη φύση της, δεν μπορούσε να αρνηθεί πως είχε μια απορία μέσα της που αργά η γρήγορα θα την έσπρωχνε
να σηκωθεί και να ανακαλύψει το γράμμα που της είχε αφήσει.

Εξάλλου γι'αυτό την διάλεξε, για
αυτή την απορία της, την περιέργεια για να ανακαλύψει αυτό που της ήταν απογορευμένο, αυτό που την τρόμαζε.


Άννα Where stories live. Discover now