30

85 7 2
                                    

Ο χτύπος ήταν τόσο έντονος που έκανε μια τσιρίδα να ξεφύγει από τα χείλη μου.

Αν στο σώμα μου επιτρεπόταν ελεύθερη κίνηση και δεν ήταν ακινητοποιημένο θα μπορούσα κάλλιστα να είχα πεταχτεί όρθια από τον φόβο που ένιωσα.

Το δωμάτιο έλουζαν βαριές ανάσες.

Κάποιος δυσκολευόταν να ανασάνει.

Ήξερα πολύ καλά αυτό το συναίσθημα και την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

Θα ήταν πανικόβλητος.

Δεν ήταν ανάγκη να δω για να καταλάβω τι γίνεται.

Κάποιος από τους δύο πάλευε για την ζωή του. Πάλευε για να μπορεί να πάρει αέρα.

Προσπαθούσε απεγνωσμένα να αναπνεύσει.

Ίσως δεν ήταν τόσο δυνατή η λαβή στο λαιμό του αλλά ο φόβος που τον είχε κυριεύσει τον έκανε να πανικοβάλλεται και να φέρεται δίχως λογική και ηρεμία.

Μου θύμιζε τον εαυτό μου.

Κάθε φορά που η μητέρα μου με άρπαζε και με έπνιγε.

Πάντα έβαζε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου, όχι τόσο σφιχτά ώστε να μην μπορώ να αναπνεύσω καθόλου αλλά αρκετά ώστε φόβος να με καταλάβει. Φόβος που με έκανε να χτυπιέμαι ή να κλαίω ενώ ακατάληπτες λέξεις  πάλευαν να βγουν από το στόμα μου.

Πρωτού μπορούσα να ηρεμήσω πάντα φρόντιζε να αυξάνει την πίεση και να με αφήνει πολύ κοντά στα όρια ζωής και θανάτου.

Εγώ και ο χάρος είχαμε χορέψει αγκαλιά πολλές φορές. Ήμουν έκπληκτη που είχα καταφέρει να αφήσω το χέρι του και να του ξεφύγω.

Όμως ποτέ δεν είχα ασφάλεια. Ήξερα πολύ καλά πως ήταν συνέχεια παρόν. Πάντα είχα επίγνωση ότι μπορούσε να έρθει να με πάρει, να με βυθίσει στο απόλυτο σκοτάδι.

Το δωμάτιο γέμισε μια φωνή που προσπαθούσε να παρακαλέσει όμως δεν είχε δύναμη να το κάνει.

«Σε παρακ-κ...

Η φωνή αυτή άνηκε σίγουρα στον καλεσμένο.

Όλες οι ελπίδες μου διαλύθηκαν μια προς μια.

Αυτό σημαίνει πως δεν θα δραπετεύσω σήμερα από εδώ.

Αναρωτιέμαι αν θα τον σκότωνε και για ποιο λόγο είχε νευριάσει τόσο πολύ.

«Είσαι ένα σκουπίδι που ξέχασε την θέση του»

Η φωνή του απαγωγέα μου με έκανε να ανατριχιάσω.

Δεν απευθυνόταν σε εμένα αλλά πάλι ένιωθα τόσο άσχημα και τόσο τρομαγμένη.

«Δε-εν την ξεχ-α...

Τον έπνιγε.

Δεν μπορούσε να μιλήσει διότι τον έπνιγε.

Πανικός με κατέλαβε.

Ήταν σαν να ζούσα κάθε άσχημη στιγμή ξανά και ξανά.

Η ανάσα μου επιταχύνθηκε.

Μόνο η αδύναμη φωνή του με έφερνε πίσω στις πιο σκοτεινές στιγμές μου, με έφερνε πίσω στην μητέρα μου.

Συχνά με έπνιγε. Έβαζε τα χέρια της στο λαιμό μου και μου θύμιζε πόσο εύθραυστη είμαι.

Μου θύμιζε πόσο εύκολο είναι να μου πάρει την ζωή.

Δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα μάτια μου.

Το πρόσωπο της μητέρας μου ήρθε να με στοιχειώσει άλλη μια φορά.

Η σχέση μου μαζί της ήταν τόσο αρρωστημένη.

Ήταν η μητέρα μου και ταυτόχρονα ο χειρότερος εφιάλτης μου.

Ένιωσα τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και άρχισα να δυσκολεύομαι να ανασάνω.

Ο αέρας στο δωμάτιο ξαφνικά δεν έφτανε.

Πίεζε τα νύχια της με μίσος και απέχθεια στο γυμνό λαιμό μου.

Ήμουν μόνο εγώ και η μητέρα μου στο δωμάτιο.

Μπορούσα να ακούσω μόνο την φωνή της.

Κανένας άλλος ήχος δεν έφτανε στα αυτιά μου.

Αυτή την φορά θα με σκότωνε.

Τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω από το κρανίο της.

«Σε μισώ. Εύχομαι να μην είχες γεννηθεί ποτέ»

«Μαμά, σε παρακαλώ»

Η φωνή μου ήταν τόσο αδύναμη.

Με το ζόρι μπορούσαν να βγουν οι λέξεις από το στόμα μου αλλά τουλάχιστον μπόρεσα να σχηματίσω μια πρόταση.

Ένιωθα αφόρητο πόνο από την λαβή της.

«Εξαιτίας σου καταστράφηκε η ζωή μου»

Τα λόγια της τρύπησαν την καρδιά μου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που μου το είχε πει αυτό αλλά εγώ επέλεγα να το διαγράψω από το μυαλό μου.

Έλεγα στον εαυτό μου πως δεν το εννοούσε πραγματικά.

Άρχισε να μου ασκεί επιπλέον πίεση και πλέον οι αισθήσεις μου αλλοιώνονταν.
































Άννα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora