11

160 7 1
                                    

Δάκρυα καυτά πέφτουν από τα μάγουλα μου.

Η μητέρα μου στέκεται πίσω από τον απαγωγέα μου.

Έμπλεξες Αννούλα

Τα λόγια της στάζουν ειρωνεία.

Της αρέσει όταν βασανίζομαι, όταν πονάω.

Κοιτάζω τον απαγωγέα μου και αναπνέω αργά.

Η αναπνοή μου δεν με ανακουφίζει. Δεν βγαίνει εύκολα από μέσα μου καθώς η μύτη μου είναι βουλωμένη.

Το κεφάλι μου κοντεύει να χωριστεί στα δύο.

«Συγγνώμη»

Λέω αργά,δοκιμαστικά.

Τα μάτια μου δεν έχουν φύγει από πάνω του.

Με κοιτάζει έντονα.

«Δεν το ήθελα.. συγχώρεσε με»

Τα χέρια μου τρέμουν και η καρδιά μου φαίνεται να με ελέγχει, νιώθω κάθε χτύπο της, τον ακούω πιο δυνατά από την φωνή μου από τους λυγμούς μου.

Στο μυαλό μου περνούν ένα σωρό σενάρια για το τι μπορεί να μου κάνει.

Φαίνεται απίστευτα νευριασμένος.

«Άπλωσε τα χέρια σου»

Κρύβω τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου.

Αυτός βγάζει ένα κομμάτι σχοινί από την τσέπη του και με κοιτάζει.

«Άπλωσε τα χέρια σου»

Επαναλαμβάνει και εγώ τα φέρνω μπροστά μου.

«Μην με δέσεις, σε παρακαλώ»

Η σκέψη του να είμαι εντελώς απροστάτευτη και ανίκανη με τρομάζει τόσο πολύ. Είναι κάτι που δεν επιθυμώ.

Τα λόγια μου πέφτουν σε κουφά αυτιά.

Την ώρα που μιλάω μου δένει τα χέρια.

Το δέσιμο δεν φαίνεται ερασιτεχνικό, τυχαίο.

Το χέρια μου είναι πλήρως ακινητοποιημένα.

Δεν έχω τραβήξει τα μάτια μου από πάνω του. Τον παρατηρώ σαν να είναι πίνακας. Προσπαθώ να βρω μια οικειότητα στο πρόσωπο του, κάτι που να μην με κάνει να τρέμω.

Ακούω το γέλιο της μητέρας μου, είναι τσιρικτό, ανατριχιαστικό και ψυχρό. Δεν εκφράζει χαρά αλλά περισσότερο μια σαδιστική ευχαρίστηση. Είναι το γέλιο που έχουν άτομα που τους ευχαριστεί ο πόνος άλλων.

Αννούλα, Αννούλα

Η φωνή της δεν μπορεί να βγει από το κεφάλι μου.

«Σταμάτα, σταμάτα να γελάς»

Φωνάζω άγρια.

Όταν οι άλλοι γελούσαν μαζί μου αντιδρούσα απότομα και άγρια διότι κινδύνευε η ψυχική μου υγεία. Η καρδιά μου χτυπούσε ανελέητα και η ντροπή ξεπηδούσε από μέσα μου.

Δεν ήθελα να είμαι τόσο αδύναμη και τόσο εκτεθειμένη.

Το χέρι του γράπωσε τον λαιμό μου και με κόλλησε στην πόρτα.

Σταμάτησα μέχρι και να αναπνέω αυτή την στιγμή. Έκλεισα το στόμα μου αυτόματα, ήθελα να γίνω όσο πιο μικρή μπορώ και να χαθώ.

Ήθελα να με καταπιεί η Γη.

Το χέρι του διέτρεξε από τον λαιμό μου στην κοιλιά μου και έπειτα πάλι στο στήθος μου.

Άρπαξε την μπλούζα μου και την έσκισε με δύναμη αποκαλύπτοντας το γυμνό μου δέρμα.

Το χέρι του άρπαξε το ένα από τα στήθη μου και το έβαλε στο στόμα του.

Η γλώσσα του εξερεύνησε την θηλή μου, αργά και απαιτητικά.

Η φωνή μου δεν μπορούσε να βγεί και δεν μπορούσα να κουνηθώ.

Είχα παγώσει στη στιγμή.

Ήθελα να ουρλιάξω να με αφήσει αλλά τίποτα δεν έβγαινε.

Ήθελα να τον χτυπήσω.

Παραβίαζε το σώμα μου σαν να είναι ιδιοκτησία του.

Το χέρι του μπήκε βίαια μέσα στο εσώρουχο μου και άρχισε να με χαϊδεύει επικίνδυνα κοντά στα γεννητικά μου όργανα.

Αυτό με έκανε να τρανταχτώ και σαν αποτέλεσμα ένα γελάκι να φύγει από μέσα του.


 

Άννα Where stories live. Discover now