8

155 8 2
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου αργά και προσεκτικά.

Το σώμα μου πονούσε από την κορυφή ως τα νύχια, σαν κάποιος να με είχε χτυπήσει.

Προσπάθησα να καταλάβω που βρίσκομαι.

Το πρόσωπο μου ακουμπούσε σε μια μαλακή επιφάνεια, ένα μαξιλάρι.

Κοίταξα γύρω μου και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν μια λάμπα η οποία ήταν πολύ δυνατή
και μου έκαιγε τα μάτια.

Βρίσκομαι σίγουρα σε ένα δωμάτιο, ένα δωμάτιο με γκρίζους τοίχους και μια μαύρη πόρτα.

Δεν είναι το δωμάτιο μου ή το δωμάτιο του Άλεξ ή το δωμάτιο ενός ψυχιατρείου.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι που είμαι ξαπλωμένη και γεμίζω φόβο.

Πότε άλλαξα ρούχα;

Φοράω ένα λευκό φόρεμα και μόνο το εσώρουχο μου.

Προσπαθώ να θυμηθώ τι έγινε αλλά απουσιάζουν πολλά μέρη από την μνήμη μου.

Θυμάμαι να γυρνάω από την δουλειά

Τον Άλεξ να φωνάζει το όνομα μου.

Ένα αυτοκίνητο.

Μια ένεση.

Η σκέψη με χτυπάει σαν χαστούκι, κάποιος με απήγαγε.

Είναι γυναίκα;

Είναι άντρας;

Μήπως είναι πάνω από ένα άτομο;

Κατευθύνομαι προς την πόρτα και τραβάω το χερούλι της προκειμένου να την ανοίξω.

Είναι κλειδωμένη.

Την χτυπάω.

Την κλοτσάω.

Την τραβάω.

Την κοπανάω.

Μάταια.

Δεν παθαίνει τίποτα παρά τις προσπάθειες μου.

Αρχίζω να φωνάζω.

«ΒΟΗΘΕΙΑ»

«ΒΟΗΘΕΙΑ»

«ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΏ! ΒΟΉΘΕΙΑ »

«ΒΟΗΘΗΣΤΕ ΜΕ»

Με κλείδωσε κάποιος εδώ μέσα για να πεθάνω ή μήπως θέλει χρήματα;

Κλοτσάω άλλη μια φορά την πόρτα και το μόνο που καταφέρνω είναι να τραυματίσω το πόδι μου.

«Γαμώτο!»

Φεύγω από την πόρτα και παρατηρώ το δωμάτιο. Πρέπει να έχει παράθυρα, σωστά;

Κοιτάζω παντού για ένα παράθυρο, έστω και μια μικρή τρυπούλα που να θυμίζει παράθυρο.

Το μόνο που βρίσκω είναι μια μικρή τρύπα πολύ κοντά στο ταβάνι που δεν θα την έφτανα ούτε αν ανέβαινα σε καρέκλα.

Το μυαλό μου έχει θολώσει, οι σκέψεις είναι μπερδεμένες και ακατανόητες.

Θέλω να κλάψω και να ουρλιάξω.

Πηγαίνω ξανά στην πόρτα και αρχίζω να την χτυπάω με όλη την δύναμη μου.

Πρέπει να την ανοίξω.

Προσπαθώ ξανά και ξανά.

Την χτυπάω μέχρι να εξαντληθώ εντελώς.

Πέφτω στα γόνατα μου και αρχίζω να κλαίω.

Γιατί πρέπει πάντα να είμαι αυτή που έχει άσχημη μοίρα;

Γιατί πρέπει πάντα να βασανίζομαι;

Γιατί εγώ;

Γιατί;

Γιατί;

Αναγκάζω τον εαυτό μου να σηκωθεί και σκουπίζω τα δάκρυα μου.

Φωνάζω με όση δύναμη μπορώ να συγκεντρώσω.

«Όποιος και να είσαι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!»

Θα βγω από εδώ μέσα ότι και να γίνει.

«Είσαι μεγάλος μαλάκας!»

Δεν είμαι άτομο που βρίζει συχνά, μόνο όταν έχω ανεξέλεγκτα νεύρα ή είμαι πληγωμένη.

«Είσαι δειλός!»

Ακούω βήματα και την πόρτα να ξεκλειδώνει αργά και επικίνδυνα.

Βλέπω από την χαραμάδα της πόρτας ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια.

«Είσαι ηλίθιος»

Λέω και ας χτυπάει η καρδιά μου σαν τρελή και ας τρέμει η φωνή μου.





















Άννα Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora